-
1 τενάγη
τέναγοςshoal-water: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τέναγοςshoal-water: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
2 δυσφύλακτος
A hard to guard,δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνή Alex.339
; of a city, Plb. 2.55.2;πλοῦτος Str.9.3.8
;ἀρχή D.C. 56.33
.II hard to keep off or prevent, , cf. Andr. 728; hard to guard against or avoid,τενάγη Str.11.4.2
;τὸ οἰδεῖν -ότατον Longin.3.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσφύλακτος
-
3 τήθυον
τήθυον, τό, an animal of the kind calledA ascidia or sea-squirt, Arist.HA 531a18 (v.l. τηθέου), PA 680a5, al.; once in Hom.,τηθεα διφῶν Il.16.747
(= εἶδος θαλασσίων ὀστρέων, Sch.), cf. Arist.Fr. 304. (For the variation τήθυον: τήθεον, cf. πτύον: πτέον, etc.; tethea is pl. in Plin.HN32.117, nom. sg. fem. ib. 151.)II τηθύα· τενάγη, ἂ προχέουσιν οἱ ποταμοί, Hsch.
См. также в других словарях:
τενάγη — τέναγος shoal water neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τέναγος shoal water neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
BAGRADA — I. BAGRADA Africae fluv. qui iuxta Uticam labitur apud quem ab Atilio Regulo, et exercitu eius, ballistis et catapultis serpens 120. pedes longus occisus est. Plin. l. 8. c. 14. Gellius l. 6. c. 3. Eius scriptura (inquit Bochartus ὁ μέγας. l. 1.… … Hofmann J. Lexicon universale
PADUS — fluv. Italiae, nulli amnium claritate inferior, praecipue poenâ Phaethontis nobilis, de qua vide Eridanus; sie enim amnis iste Graecis Poetis dici solet. Martial. l. 10. Epigr. 12. v. 2. Et Phaethonteei qui petis arva Padi. De vocabulo Padi, ita… … Hofmann J. Lexicon universale
SABATA — Liguriae urbs, quae et Vada Sabatorum, et Vada Sabatia. Ptol. Τῆς δὲ Λιγουρίας ὑποκειμένης τοῖς Α᾿πεννίνοις ὄρε???ιν, εἰςὶ μεςόγειοι πόλεις, Σάβατα, Πολεντία, Α῎ςτα, Α῎λβα Πομπηΐα, Λιβάρνα. Imperite oppidum maritimum in mediterraneis posuit. Iul … Hofmann J. Lexicon universale
έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… … Dictionary of Greek
απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… … Dictionary of Greek
βράχεα — βράχεα, τα (Α) και βράχος, το (Μ) ρηχά νερά, τενάγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Ο τ. βράχεα πιθ. από τον πληθ. του ουδετέρου του επιθ. βραχύς, με αναβιβασμό του τόνου. Ο ενικός βράχος (το) εμφανίζεται στον Βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο] … Dictionary of Greek
βράχος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις βόρειες πλαγιές του όρους Όχη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου. Παλαιότερα… … Dictionary of Greek
θαλασσοβράχη — θαλασσοβράχη, τά (Μ) βράχια τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βράχη, τα, συνηρημένος τ. τού βράχεα, τα «ρηχά νερά, τενάγη», ονομαστική πληθ. τού βράχος, το (< βραχύς με σημασία «ρηχός») απ όπου με μεταβολή γένους προήλθε ο τ. βράχος, ο] … Dictionary of Greek