-
1 εὐ-φύλακτος
εὐ-φύλακτος, leicht zu bewachen, τέρειν' ὀπώρα δ' εὐφύλακτος οὐδαμῶς Aesch. Suppl. 976; ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι, im Sichern sein, Eur. Herc. Fur. 201; εὐφυλακτότερον καὶ εὐπιλητότερον τὸ ὕδωρ τοῠ ἀέρος Arist. sens. 2; ὅπως εὐφύλακτα αὐτοῖς εἴη Thuc. 3, 92, wie εὐφυλακτότερα γὰρ ἐγίγνετο 8, 55, sie konnten sich leichter bewachen od. auf ihrer Hut sein; – wovor man sich leicht hüten kann, Plut. Rom. 18; D. C. 57, 1.
-
2 δυς-φύλακτος
δυς-φύλακτος, 1) schwer zu bewachen, zu hüten; γυνή Alexis Stob. flor. 73, 42; πόλις Pol. 2, 55, 2; καὶ ἀβέβαιος 15, 34; ἀρχή, πλοῠτος, Strab. IX, 420; τὸ σεμνόν Plut. Pericl. 7. – 2) wovor man sich schwer hüten kann; κακά Eur. Phoen. 931; vgl. Andr. 729; τὸ δ. τῶν ἐκ τῆς τύχης συμβαινόντων Pol. 8, 22, 10; Luc. Tim. 9.
-
3 δυς-δια-φύλακτος
δυς-δια-φύλακτος, schwer zu bewachen, Hesyen.
-
4 θεο-φύλακτος
θεο-φύλακτος, von Gott bewacht, Sp.
-
5 ἀ-προ-φύλακτος
ἀ-προ-φύλακτος, 1) unbewacht. – 2) nicht verhütet, nicht vorhergesehen, Thuc. 4, 55. – Adv., D. Cass.
-
6 ἀ-παρα-φύλακτος
ἀ-παρα-φύλακτος, unvorsichtig, adv., Aesop. 87; beim Schol. Eur. Hipp. 657 Erkl. von ἄφρακτος.
-
7 ἀ-φύλακτος
ἀ-φύλακτος, 1) unbewacht, Her. 8, 70; Thuc. 2, 13; auch sonst in Prosa nicht selten, von Menschen u. Städten. – 2) sich nicht hütend, unbedacht, unvorsichtig, Her. 9, 116; Thuc. 7. 29; Xen. Cyr. 1, 6, 37. – Adv. ἀφυλάκτως ebenso, z. B. διακεῖσϑαι Pol. 4, 36; neben καταφρονητικῶς Xen. Hell. 4, 1, 9; ἀφύλακτον εὑδήσουσιν, sorglos, Aesch. Ag. 344.
-
8 ἀπαραφύλακτος
-
9 ἀπροφύλακτος
ἀ-προ-φύλακτος, (1) unbewacht. (2) nicht verhütet, nicht vorhergesehen -
10 ἀφύλακτος
ἀ-φύλακτος, (1) unbewacht; von Menschen u. Städten. (2) sich nicht hütend, unbedacht, unvorsichtig. Adv. ἀφυλάκτως; z.B. ἀφύλακτον εὑδήσουσιν, sorglos -
11 δυςδιαφύλακτος
-
12 δυςφύλακτος
δυς-φύλακτος, (1) schwer zu bewachen, zu hüten. (2) wovor man sich schwer hüten kann -
13 εὐφύλακτος
εὐ-φύλακτος, leicht zu bewachen; ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι, im Sicheren sein; εὐφυλακτότερα γὰρ ἐγίγνετο, sie konnten sich leichter bewachen od. auf ihrer Hut sein; wovor man sich leicht hüten kann -
14 θεοφύλακτος
См. также в других словарях:
φυλακτός — capable of being preserved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτός — ή, όν, Α [φυλάσσω] 1. αυτός που μπορεί να περιφρουρηθεί, να προστατευτεί («φυλακτὸν ἡ ὑγεία», Αλέξ. Αφρ.) 2. αυτός τον οποίον αξίζει κανείς να φυλάγει, να προσέχει, αξιόλογος … Dictionary of Greek
φυλακτά — φυλακτός capable of being preserved neut nom/voc/acc pl φυλακτά̱ , φυλακτός capable of being preserved fem nom/voc/acc dual φυλακτά̱ , φυλακτός capable of being preserved fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτόν — φυλακτός capable of being preserved masc acc sg φυλακτός capable of being preserved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτῆς — φυλακτός capable of being preserved fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτή — φυλακτός capable of being preserved fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτῶς — φυλακτός capable of being preserved adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτῷ — φυλακτός capable of being preserved masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφύλακτος — I (; – 843). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και επίσκοπος Νικομήδειας. Με προτροπή του πατριάρχη Ταρασίου μόνασε στον Πόντο και μετά από επιτυχή δοκιμασία χειροτονήθηκε μητροπολίτης. Διακρίθηκε για τη μεγάλη φιλανθρωπική του δραστηριότητα.… … Dictionary of Greek
ευφύλακτος — εὐφύλακτος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτος ἡ καρδία» η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ. β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῡ ἀέρος» το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.) 2. φρ. α) «εὐφύλακτός … Dictionary of Greek
καιροφυλακτώ — (AM καιροφυλακτῶ, έω) περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καιροσκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + φυλακτῶ (< φύλακτος < φυλάσσω), πρβλ. α φυλακτώ, τειχο φυλακτώ] … Dictionary of Greek