-
1 ἀ-προ-φύλακτος
ἀ-προ-φύλακτος, 1) unbewacht. – 2) nicht verhütet, nicht vorhergesehen, Thuc. 4, 55. – Adv., D. Cass.
-
2 ἀπροφύλακτος
ἀ-προ-φύλακτος, (1) unbewacht. (2) nicht verhütet, nicht vorhergesehen
См. также в других словарях:
θεοφύλακτος — I (; – 843). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και επίσκοπος Νικομήδειας. Με προτροπή του πατριάρχη Ταρασίου μόνασε στον Πόντο και μετά από επιτυχή δοκιμασία χειροτονήθηκε μητροπολίτης. Διακρίθηκε για τη μεγάλη φιλανθρωπική του δραστηριότητα.… … Dictionary of Greek