-
1 παμ-πειθής
παμ-πειθής, πόϑος, Alle überredend, Pind. P. 4, 184.
-
2 παν-α-πειθής
παν-α-πειθής, ές, ganz unglaublich, Parmenids. bei Procl. zu Plat. Tim. 105.
-
3 ταχυ-πειθής
ταχυ-πειθής, ές, schnell od. leicht überredet, leichtgläubig, Theocr. 2, 138. 7, 38; – schnell, leicht gehorchend.
-
4 βραδυ-πείθής
βραδυ-πείθής, ές, langsam, schwer zu überreden, gehorchend, Agath. 21. 22 (V, 287, 289); Nonn. D. 4, 313 u. öfter.
-
5 κατα-πειθής
κατα-πειθής, ές, gehorsam, Plut. ed. lib. 7 Philo u. a. Sp.
-
6 εὐ-πειθής
εὐ-πειθής, ές, 1) leicht zu überreden, willig gehorchend, folgsam; εὐπειϑὴς ἐμοί Aesch. Suppl. 793; τῷ ἡνιόχῳ Plat. Phaedr. 254 a; τοῖς νόμοις Legg. VII, 801 e; auch τῶν νόμων, I, 632 b; πρὸς ἀρετήν, IV, 718 c; καὶ κατήκοος Xen. Mem. 3, 4, 8; πόλις εὐπειϑεστέρα Vectig. 4, 51; τὸ εὐπειϑές, Folgsamkeit, Arist. Eth. 5 extr. u. Sp. Auch von Sachen, ὕλη εἰς ἅπαν εὐπειϑής, Galen., leicht zu Allem zu brauchen; τροφή, leicht zu verdauen, Plut. Symp. 4, 4, 3. – 21 akt., leicht überredend, δημήγοροι στροφαί Aesch. Suppl. 618; ὀνείρων σήματα Ag. 265; Ch. 257; φίλοι εὐπειϑέστεροι Eur. Andr. 819. – Vom Zügel, εὐπειϑέϊ δεσμῷ Opp. Cyn. 1, 313; – εὐπειϑῶς, gehorsam, Sp.
-
7 δυς-πειθής
δυς-πειθής, ές, 1) schwer zu überzeugen; Plat. Phaedr. 271 d; Ἀΐδης Anyte 14 (VII, 190); gew. – 2) schwer gehorchend, widerspänstig; Plat. Legg. 1, 632 b; Xen. Mem. 4, 1, 3, von Jagdhunden; Sp.; δυςπειϑῶς ἔχειν πρός τι, etwas nicht glauben wollen, Plut. Galb. 25; φέρειν τι, Lys. 15.
-
8 νεο-πειθής
νεο-πειθής, ές, = Folgdm, Nonn.
-
9 θεο-πειθής
θεο-πειθής, ές, Gott gehorsam, Nonn. par. 3, 116.
-
10 ἀ-πειθής
ἀ-πειθής, ές (πείϑομαι), ungehorsam, τινί Thuc. 2, 84; νόμοις Plat. Legg. XI, 936 b, u. öfter; ἀπειϑέστατοι στρατιῶται Xen. Mem. 3, 5, 19; von Pferden, Equ. 3, 6; trotzig, hart, τύχη Pind. frg. 15; ἀδάμας Paul. Sil. 3 (V, 246); κακὸς καὶ ἀπειϑὴς χῶρος, von der Unterwelt, Hermesianax bei Ath. XIII, 597 b; von Schiffen, Thuc. 2, 84, schwer zu lenken. – Aber μῦϑον ἀπειϑῆ ἐρεῖν, Theogn. 1235, nicht überredend; vgl. πρὸς τὴν γεῠσιν ἀπ., zum Kosten nicht einladend, Ath. III, 87 c. – Adv., ἀπειϑῶς ἔχειν πρός τινα, ungehorsam sein gegen Einen, Plat. Ben. III, 891 b.
-
11 ἐπι-πειθής
ἐπι-πειθής, ές, gehorchend, Arist. Eth. 1, 7, 13; Timon. Phlias. 11.
-
12 ἑτοιμο-πειθής
ἑτοιμο-πειθής, ές, bereit zu gehorchen, Sp.
-
13 ἐκεῖνος
ἐκεῖνος, η, ο (ἐκεῖ, vgl. κεῖνος, τῆνος), der dort, jener, im Ggstz von οὗτος, etwas Entfernteres, Abwesendes bezeichnend, Hom. u. Folgde überall. Oft von den Gestorbenen, vgl. Schömann zu Isaeus p. 177. S. ἐκεῖ – Regelmäßig steht in Prosa der Artikel dabei; ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, an jenem Tage, Thuc. 1, 20; mit geringerem Nachdruck τὴν στρατιὰν ἐκείνην 1, 10; selten ἡμέρας ἐκείνης, 3, 59, u. wo es hinzeigend ist, νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσιν, da segeln Schiffe heran; ὡς νῠν Ἶρος ἐκεῖνος ἧσται, dort, Od. 18, 239. – Von bekannten Personen oder Sachen, wie ille, Soph. O. C. 87; Ar. Nub. 180. – Οὗτος ἐκεῖνος, eben jener, Soph. El. 1104; Eur.; οὗτος ἐκεῖνος τὸν σὺ ζητεῖς, das ist der, Her. 1, 32; vgl. Ar. Av. 507; τοῠτ' ἐκεῖνο, τόδ' ἐκεῖνο, von einer sprichwörtlichen Redensart, die eben jetzt ihre Anwendung findet, τοῠτ' ἐκεῖνο, κτᾶσϑ' ἑταίρους μὴ τὸ συγγενὲς μόνον Eur. Or. 804; τοῠτ' ἐκεῖνο ποῖ φύγω Ar. Av. 354, jetzt heißt es..; τοῦτ' ἐκεῖνο, da hast du es, Plat. Phaedr. 241 d; ταῦτ' ἐκεῖνα τὰ εἰωϑότα, da haben wir seine Art, Conv. 223 a; ἀλλ' ἐκεῖνο, mais à propos, Luc. Nigr. 8. – Nicht selten bezieht sich ἐκεῖνος auf das nächst Vorhergehende, wenn es nachdrücklicher hervorgehoben wird, οὗτος auf das Entferntere, Xen. Hem. 1, 3, 13 Dem. 8, 72. Dah. geht es oft auf das subj. des Satzes, für αὐτός stehend oder diesem entsprechend, Κλέαρχος καὶ οἱ σὺν ἐκείνῳ Xen. An. 1, 2, 15, vgl. Krüger zu 4, 3, 20; ἂν αὐτῷ διδῷς ἀργύριον καὶ πείϑῃς ἐκεῖνον Plat. Prot. 310 d; λέγονται οἱ Ἀϑηναῖοι διὰ Περικλέα βελτίους γεγονέναι ἢ διαφϑαρῆ-ναι ὑπ' ἐκείνου Gorg. 515 e; Plut. Rom. 24 u. A.; auch nimmt es das subj. wieder auf, οἵ, ἢν ἐπ' ἐκείνους ἐλαύνωμεν, ὑποτεμοῠνται πάλιν ἡμᾶς ἐκεῖνοι Xen. Cyr. 1, 4, 19; auffallend ἔφη ἑαυτοῦ γε ἄρχοντος – εἰς τοὐκείνου δυνατόν, sc. τοῦ ἄρχοντος, Hell. 1, 6, 14. – Ἐκείνως, auf jene Art, Thuc. 1, 77. 3, 46; auch = auf folgende Weise, Dem. Lept. 61, wo Wolf zu vgl.; – ἐκεινοσί, jener da, Ar. Equ. 1196 Polyzel. com. fr. inc. 1.
-
14 ἀπειθής
ἀ-πειθής, ungehorsam; von Pferden; trotzig, hart; von Schiffen: schwer zu lenken -
15 βραδυπείθής
βραδυ-πείθής, langsam, schwer zu überreden, gehorchend -
16 δυςπειθής
δυς-πειθής, ές, (1) schwer zu überzeugen. (2) schwer gehorchend, widerspenstig; von Jagdhunden; δυςπειϑῶς ἔχειν πρός τι, etwas nicht glauben wollen -
17 ἐπιπειθής
ἐπι-πειθής, ές, gehorchend -
18 ἑτοιμοπειθής
ἑτοιμο-πειθής, ές, bereit zu gehorchen -
19 εὐπειθής
εὐ-πειθής, ές, (1) leicht zu überreden, willig gehorchend, folgsam; τὸ εὐπειϑές, Folgsamkeit. Auch von Sachen, ὕλη εἰς ἅπαν εὐπειϑής, leicht zu allem zu brauchen; τροφή, leicht zu verdauen. (2) akt., leicht überredend; εὐπειϑῶς, gehorsam -
20 θεοπειθής
θεο-πειθής, ές, Gott gehorsam
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πείθῃς — πείθω persuade pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με … Dictionary of Greek
θεοπειθής — θεοπειθής, ές (AM) αυτός που υπακούει στον θεό, ο ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πειθής (< πείθομαι), πρβλ. ευ πειθής, ταχυ πειθής] … Dictionary of Greek
καταπειθής — καταπειθής, ες (Α) ευπειθής, πειθήνιος, υπάκουος, πρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πειθής (< πείθομαι), πρβλ. επι πειθής, ευ πειθής] … Dictionary of Greek
ετοιμοπειθής — ἑτοιμοπειθής, ές (ΑΜ) αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ πειθής] … Dictionary of Greek
νεοπειθής — νεοπειθής, ες (Α) 1. (γενικά) αυτός που πείστηκε πρόσφατα ή αυτός που πειθάρχησε πρόσφατα 2. (ειδικά) αυτός που προσηλυτίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ πειθής] … Dictionary of Greek
παμπειθής — παμπειθής, ές (Α) αυτός που πείθει, που παρασύρει τους πάντες («τὸν δὲ παμπειθῆ πόθον», Πίνδ,). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ πειθής] … Dictionary of Greek
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
ταχυπειθής — ές, ΜΑ εύπιστος («ἐγὼ δέ τις οὐ ταχυπειθής», Θεόφρ.) αρχ. αυτός που υπακούει εύκολα ή γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πειθής (< πείθω), πρβλ. εὐ πειθής] … Dictionary of Greek
ЭККЛЕСИЯ — • Έκκλησία, народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… … Реальный словарь классических древностей
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей