-
1 εὐ-πειθής
εὐ-πειθής, ές, 1) leicht zu überreden, willig gehorchend, folgsam; εὐπειϑὴς ἐμοί Aesch. Suppl. 793; τῷ ἡνιόχῳ Plat. Phaedr. 254 a; τοῖς νόμοις Legg. VII, 801 e; auch τῶν νόμων, I, 632 b; πρὸς ἀρετήν, IV, 718 c; καὶ κατήκοος Xen. Mem. 3, 4, 8; πόλις εὐπειϑεστέρα Vectig. 4, 51; τὸ εὐπειϑές, Folgsamkeit, Arist. Eth. 5 extr. u. Sp. Auch von Sachen, ὕλη εἰς ἅπαν εὐπειϑής, Galen., leicht zu Allem zu brauchen; τροφή, leicht zu verdauen, Plut. Symp. 4, 4, 3. – 21 akt., leicht überredend, δημήγοροι στροφαί Aesch. Suppl. 618; ὀνείρων σήματα Ag. 265; Ch. 257; φίλοι εὐπειϑέστεροι Eur. Andr. 819. – Vom Zügel, εὐπειϑέϊ δεσμῷ Opp. Cyn. 1, 313; – εὐπειϑῶς, gehorsam, Sp.
-
2 εὐπειθής
εὐ-πειθής, ές, (1) leicht zu überreden, willig gehorchend, folgsam; τὸ εὐπειϑές, Folgsamkeit. Auch von Sachen, ὕλη εἰς ἅπαν εὐπειϑής, leicht zu allem zu brauchen; τροφή, leicht zu verdauen. (2) akt., leicht überredend; εὐπειϑῶς, gehorsam
См. также в других словарях:
εὐπειθῶς — εὐπειθής ready to obey adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με … Dictionary of Greek
благомилованьѥ — БЛАГОМИЛОВАНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Милосердие, мягкость: [бояре и начальники] словомъ истѩзаеми им же должни есте гл҃ти и творити. Послушающе и покарѩющесѩ на бл҃гомилованье. и на бл҃годвiженье прилежаще. (πρὸς τὸ εὐπειϑῶς) ФСт XIV, 205в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιπειθής — ἐπιπειθής, ές (Α) [επιπείθομαι] ευπειθής, υπάκουος. επίρρ... ἐπιπειθῶς ευπειθώς … Dictionary of Greek
πειθήνιος — α, ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, ον, ΝΜΑ (για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», Πλούτ.) νεοελλ. τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός… … Dictionary of Greek