-
1 μεθοδος
ἥ1) путь исследования или познания, метод(ἥ διαλεκτικέ μ. Plat.)
2) теория, учениеἡ τοῦ κινεῖσθαι μ. Plat. — учение о движении
3) исследование, трактат Arst.4) прием, уловка Plut. -
2 μέθοδος
η1) метод; способ, приём; 2) пособие, руководство;μέθοδος ρωσσικής — руководство по русскому языку;
3) мат. правило;η μέθοδος των τριών — тройное правило;
§ με 'μέθοδο — методично, размеренно
-
3 μέθοδος
[мэтодос] ουσ θ метод. -
4 αμεθοδος
-
5 διαλεκτικος
-
6 δυσχρηστος
21) негодный, неприменимый, ненужный, бесполезный(στράτευμα Xen.; μέθοδος Arst.; ὑπ΄ ἀταξίας, sc. στρατιώτης Plut.)
2) непокорный, норовистый(ἵππος Plut.)
-
7 εμμεθοδος
-
8 εντεχνος
21) искусный, умелый(δημιουργός Plat.)
2) требующий технической или специальной подготовки(πίστεις Arst.)
3) искусный, искусно разработанный4) сведущий в искусствах(σοφία Plat.)
-
9 επισκεπτικος
-
10 ζητησις
- εως ἥ1) поиски, отыскивание(τροφῆς Thuc.)
ἀποπλώειν κατὰ βίου τε καὴ γῆς ζήτησιν Her. — отплыть на поиски пропитания и места для жительства2) разыскивание, розыск(τῶν δρασάντων Thuc.)
3) разыскивание, рассмотрение, исследование(ἀληθείας Thuc.; ἐπιστήμης, περὴ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως Plat.; ἥ ζ. καὴ ἥ ὅλη μέθοδος Arst.)
4) осмотр, обыск5) спор, ссора(στάσις καὴ ζ. NT.)
-
11 Χαλδαικη
ἡ (sc. μέθοδος) астрологический метод халдеев Sext. -
12 αλληλοδιδακτικές
η, ό[ν] взаимно обучающий;αλληλοδιδακτικέςή μέθοδος — метод взаимного обучения
-
13 αναγωγικός
η, όν1) относящийся к превращению в простое, в эквивалентное;αναγωγική μέθοδος мат. — метод приведения;
αναγωγικός διαβήτης — делительный циркуль;
αναγωγική κλίμαξ — линейный масштаб;
2) хим. раскисляющий, восстанавливающий; -
14 αναλυτικές
η, ό[ν]1) в разн. знач аналитический;αναλυτικέςή μέθοδος — аналитический метод;
αναλυτικέςή γλώσσα — аналитический язык;
αναλυτικέςή γεωμετρία — аналитическая геометрия;
2) детальный, обстоятельный -
15 απλός
η, ό1) простой, несложный;απλό πρόβλημα — простая задача;
απλή μέθοδος — простой метод;
απλή πρόταση — простое предложение;
2) простой, обыкновенный; обычный; ординарный;σε απλό χαρτί — на простой бумаге;
εφ' απλού χάρτου — на простой (не гербовой) бумаге;
3) простодушный, наивный;4) простой, скромный;απλό δώρο — скромный подарок;
απλή ζωή — скромная жизнь;
5) простой, естественный, безыскусственный; непринуждённый;απλό ύφος — простой стиль речи;
απλοί τρόποι — простота обращения;
§ απλή επιστολή — простое письмо;
απλός στρατιώτης — рядовой (солдат);
απλός πολίτης — простой гражданин;
μιά απλή ματιά είναι αρκετή — достаточно взглянуть (чтобы)...
-
16 αποδίδω
αποδίν||ω (αόρ. απέδωσα и απέδωκα) 1. μετ.1) отдавать; возвращать; 2) отвечать (на приветствие, оскорбление и т. п.);αποδίδω τον χαιρετισμό — раскланиваться при встрече, отвечать на приветствие;
3) придавать (значение);4) воздавать, оказывать (почёт и т. п.);αποδίδ τιμές — воздавать почести (кому-л.), выстраивать почётный караул в честь (кого-л.);
5) приписывать, вменять (в вину и т. п.);αποδίδω την ήττα σε κάποιον — приписывать поражение кому-л.;
6) передавать, воспроизводить, излагать; исполнять (музыкальное произведение);αποδίδ τό νόημα της ομιλίας κάποιου — верно излагать смысл чьего-л. выступления;
7) приносить, давать прибыль, доход;2. αμετ. 1) приносить прибыль, доход;τό σπίτι δεν αποδίδει — дом не приносит дохода;
2) быть эффективным, продуктивным;η μέθοδος αυτή αποδίδει — этот метод эффективен
-
17 διδακτικός
-
18 ελαττωματικός
η, ό[ν]1) имеющий недостаток, с изъяном, неполноценный, дефектный;ελαττωματική όράσης — неполноценное зрение;
ελαττωματική ακοή — неполноценный слух;
ελαττωματική μέθοδος — порочный метод;
2) дефективный;ελαττωματικό παιδί — дефективный ребёнок
-
19 εργαστηριακές
η, ό[ν]1) лабораторный;εργαστηριακέςή μέθοδος — лабораторный метод;
2) относящийся к мастерской, ателье -
20 πειθώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μέθοδος — following after fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθοδος — η (ΑM μέθοδος) συστηματικός και προγραμματισμένος τρόπος πορείας για την επίλυση προβλημάτων θεωρίας και πρακτικής η οποία οδηγεί από προσδιορισμένες προϋποθέσεις στην πραγματοποίηση ενός σκοπού νεοελλ. 1. (φιλοσ.) σύστημα κανόνων ή αρχών έρευνας … Dictionary of Greek
μέθοδος — η μεθόδου 1. η συστηματική εξέταση και ερμηνεία ενός ζητήματος ή φαινομένου με ορισμένους επιστημονικούς κανόνες: Ακολουθεί συνεχώς νέες μεθόδους στη δουλειά του. 2. τρόπος ενέργειας για την πραγματοποίηση ορισμένου σκοπού: Αυτή είναι αλάνθαστη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαγωγική μέθοδος — Μέθοδος της φιλοσοφίας και της επιστημονικής έρευνας που κάνει δυνατή τη μετάβαση από το γενικό στο μερικό, από την αρχή στο επακολούθημα. Η α.μ. πραγματοποιείται με τον απαγωγικό συλλογισμό και την απαγωγική απόδειξη. Με τον απαγωγικό συλλογισμό … Dictionary of Greek
Μπέρλιτς, μέθοδος — (Berlitz Method). Ειδική μέθοδος διδασκαλίας ξένων γλωσσών, που επινόησε ο Μαξιμίλιαν Μπέρλιτς το 1878 στο Πρόβιντενς (ΗΠΑ). Βασίζεται στη διαπίστωση ότι μια γλώσσα μαθαίνεται πάντοτε γρηγορότερα και ευκολότερα στον τόπο όπου μιλιέται και ότι δεν … Dictionary of Greek
αλλοπαθητική μέθοδος θεραπείας — Θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία χρησιμοποιούνται φάρμακα που προκαλούν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που θέλουν να θεραπεύσουν. Ο όρος χρησιμοποιείται μόνο σε αντίθεση με την ομοιοπαθητική μέθοδο θεραπείας … Dictionary of Greek
αλληλοδιδακτική μέθοδος — Μορφή σχολικής αγωγής. Βλ. λ. Μπελ, Άντριου … Dictionary of Greek
αυτόμορφη συνάρτηση — Μέθοδος για τη λύση εξισώσεων. Ονομάζονται επίσης και συναρτήσεις Φουξ, από το όνομα του μαθηματικού που γύρω στο 1870 μελέτησε το πρόβλημα της λύσης γραμμικών διαφορικών εξισώσεων της τάξης V. Οι συναρτήσεις αυτές αποτελούσαν λύσεις των… … Dictionary of Greek
αξονομετρία — Μέθοδος παράστασης στερεών σχημάτων πάνω σε επίπεδο (προβολικό). Ονομάζεται και παράλληλη προβολή, διότι συνίσταται στην προβολή του αντικειμένου στο προβολικό επίπεδοπαράλληλα με ορισμένη διεύθυνση. Εδώ, το κέντρο προβολής, που κατά την κεντρική … Dictionary of Greek
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
αεροθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας διαφόρων παθήσεων, ιδιαίτερα του αναπνευστικού συστήματος (φυματίωση, εμφύσημα κλπ.). Η α., που αποτελεί τομέα του ιδιαίτερου κλάδου της κλιματοθεραπείας, ενεργείται με διάφορους τρόπους ανάλογα με την πάθηση: με θερμά… … Dictionary of Greek