-
1 αποδίδω
αποδίν||ω (αόρ. απέδωσα и απέδωκα) 1. μετ.1) отдавать; возвращать; 2) отвечать (на приветствие, оскорбление и т. п.);αποδίδω τον χαιρετισμό — раскланиваться при встрече, отвечать на приветствие;
3) придавать (значение);4) воздавать, оказывать (почёт и т. п.);αποδίδ τιμές — воздавать почести (кому-л.), выстраивать почётный караул в честь (кого-л.);
5) приписывать, вменять (в вину и т. п.);αποδίδω την ήττα σε κάποιον — приписывать поражение кому-л.;
6) передавать, воспроизводить, излагать; исполнять (музыкальное произведение);αποδίδ τό νόημα της ομιλίας κάποιου — верно излагать смысл чьего-л. выступления;
7) приносить, давать прибыль, доход;2. αμετ. 1) приносить прибыль, доход;τό σπίτι δεν αποδίδει — дом не приносит дохода;
2) быть эффективным, продуктивным;η μέθοδος αυτή αποδίδει — этот метод эффективен
-
2 προαμειβομαι
( при обмене) получать первымὃς ἂν προαμειψάμενος ἔργον, μισθοὺς μέ ἀποδιδῷ Plat. — кто, получив вперед (от мастера готовое) изделие, не уплатит вознаграждения
-
3 δικαιοσύνη
η1) справедливость;αποδίδω δικαιοσύνη — отдать справедливость;
εν δικαιοσύνη — справедливо, по справедливости;
2) правосудие;απονέμω δικαιοσύνη — отправлять правосудие;
3) юстиция; суд;υπουργείο δικαιοσύνης — министерство юстиции;
ποινική (πολιτική) δικαιοσύνη — уголовный (гражданский) суд;
παραπέμπω στη δικαιοσύνη — отдать под суд;
υπάγομαι στη δικαιοσύνη — подлежать суду
-
4 ευθύνη
η ответственность, ответ;ποινική ευθύνη — уголовная ответственность;
διοικητική ευθύνη — административная ответственность;
ευθύνη του δημοσίου — государственная ответственность;
φέρω ( — или έχω) ευθύνη — нести ответственность;
αισθάνομαι (αναλαμβάνω την) ευθύνη — чувствовать (брать на себя) ответственность;
αναλαμβάνω υπ' ευθύνην μου κάτι... — брать под свою ответственность;
ζητώ ευθύνες — требовать ответа (за что-л.);
αποδίδω σε κάποιον την ευθύνη — возлагать на кого-л. ответственность
-
5 τιμή
η1) честь;ζήτημα τιμής — дело, вопрос чести;
λόγος τιμής — честное слово;
θίγω την τιμή κάποιου — задеть чью-л. честь;
ορκίζομαι στην τιμή μου — клянусь честью;
θεωρώ τιμή μου... — я считаю за честь...;
του έλαχε η τιμή — ему выпала
честь;2) честь, почтение, уважение; почёт; почесть;διατελώ μετά τιμής... — с почтением... (в письмах);
στρατιωτικές τιμές — воинская почесть;
κάνω την τιμή — оказывать честь, почёт;
αποδίδω τιμές — воздавать почести;
απονέμω (τάς) τιμάς — воен, отдавать честь;
3) цена; стоимость; курс;σταθερές ( — или ωρισμένες) τιμές — твёрдые цены;
αγοραστική (χοντρική, λιανική, εξευτελιστική) τιμή — закупочная (оптовая, розничная, бросовая) цена;
χαμηλές τιμές — низкие цены;
τρέχουσα τιμή — существующая цена;
επίσημη τιμή — официальный курс;
σε συγκαταβατική τιμή — по сходной цене;
χάνω την τιμή — обесцениваться;
πτώση (δψωση) των τιμών — снижение или падение (рост) цен;
πέφτει (ανεβαίνει) η τιμή — падать (повышаться) в цене;
φουσκώνω τίς τιμές — взвинчивать (вздувать) цены;
§ 2χω ( — или λαμβάνω) την τιμή να... — имею честь...;
προς τιμή — а) в честь (кого-л.); — б) к чести (кого-л.);
τιμής ενεκεν — из уважения к заслугам (лат. honoris causa)
См. также в других словарях:
αποδίδω — αποδίδω, απέδωσα (σπάν. απόδωσα) βλ. πίν. 186 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… … Dictionary of Greek
ἀποδιδῶ — ἀποδίδωμι give up pres subj act 1st sg ἀποδίδωμι give up pres ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδῷ — ἀποδίδωμι give up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξιδανικεύω — αποδίδω σε κάτι ή κάποιον τα χαρακτηριστικά τού ιδεώδους, αφαιρώντας τα υλικά, συνήθη ή δυσμενή στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιδανικεύω (< ιδανικός) τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] … Dictionary of Greek
μἀποδιδῷ — ἀποδιδῷ , ἀποδίδωμι give up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδῶι — ἀποδιδῷ , ἀποδίδωμι give up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
απελευθερώνω — (AM ἀπελευθερῶ, όω) αποδίδω την ελευθερία σε δούλο νεοελλ. 1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω 2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω 3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek