Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-κηδής

См. также в других словарях:

  • φρενοκηδής — ές, Α αυτός που λυπεί το πνεύμα, την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κηδής (κῆδος), πρβλ. δημο κηδής, φιλο κηδής] …   Dictionary of Greek

  • λαθικηδής — λαθικηδής, ές και δωρ. τ. λαθικάδης, ες (Α) αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (που ανάγεται στον τ. λάθρα… …   Dictionary of Greek

  • νεοκηδής — νεοκηδής, ές (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που έχει πληγεί από πένθος πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. φιλο κηδής] …   Dictionary of Greek

  • νηκηδής — νηκηδής, ές (Α) ο χωρίς φροντίδες, ξένοιαστος, αμέριμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + κηδής (< κήδος «φροντίδα»), πρβλ. α κηδής] …   Dictionary of Greek

  • ξενοκαδής — ξενοκαδής, ές (Α) αυτός που φροντίζει τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κᾱδής, δωρ. τ. τού κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. δημο κηδής] …   Dictionary of Greek

  • πολυκηδής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες 2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ ἐνίσπω», Ομ. Οδ.) 3. ο αίτιος πολλών συμφορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλο κηδής] …   Dictionary of Greek

  • προσκηδής — ές, Α 1. αυτός που προκαλεί οικειότητα και στενή φιλία 2. ο λεπτός στους τρόπους και ο ευγενικός στη συμπεριφορά 3. συγγένεια από αγχιστεία 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προσκηδέες οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κηδής (< κῆδος «φροντίδα …   Dictionary of Greek

  • φιλοκηδής — ές, Α αυτός που τού αρέσουν οι μέριμνες, οι φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα»), πρβλ. δημο κηδής] …   Dictionary of Greek

  • ακηδής — ἀκηδής, ές (Α) 1. άταφος 2. αφρόντιστος, παραμελημένος 3. αυτός που δεν φροντίζει, δεν δείχνει ενδιαφέρον για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κηδὴς < κῆδος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκήδεια, ἀκηδία, ἀκηδῶ] …   Dictionary of Greek

  • αρθροκηδής — ἀρθροκηδής ( οῡς), ές (Α) ενοχλητικός στις αρθρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρον + κηδής < κήδος] …   Dictionary of Greek

  • δημοκηδής — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Κρότωνα. Επειδή ήρθε σε προστριβή με τον πατέρα του Καλλιφώνα, επίσης γιατρό, κατέφυγε στην Αίγινα όπου του δόθηκε το αξίωμα του δημόσιου γιατρού. Ύστερα από τρία χρόνια πήγε στην Αθήνα, αλλά μετά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»