Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀκηδής

  • 1 ακηδης

        2
        1) беспечный, беззаботный, свободный от забот
        

    (θεοί Hom.; θυμός Hes.; ἀ. τινος Hom., Plut.)

        2) брошенный без попечения, оставленный без внимания
        

    (ξεῖνος, ἔντεα πατρός Hom.)

        3) оставленный без погребения
        

    (σώματα, Ἕκτωρ Hom.)

    Древнегреческо-русский словарь > ακηδης

См. также в других словарях:

  • ακηδής — ἀκηδής, ές (Α) 1. άταφος 2. αφρόντιστος, παραμελημένος 3. αυτός που δεν φροντίζει, δεν δείχνει ενδιαφέρον για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κηδὴς < κῆδος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκήδεια, ἀκηδία, ἀκηδῶ] …   Dictionary of Greek

  • ἀκηδής — uncared for masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηδῆ — ἀκηδής uncared for neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκηδής uncared for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκηδής uncared for masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηδέα — ἀκηδής uncared for neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀκηδής uncared for masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηδές — ἀκηδής uncared for masc/fem voc sg ἀκηδής uncared for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηδέας — ἀκηδής uncared for masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηδέες — ἀκηδής uncared for masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηδέος — ἀκηδής uncared for masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηδῶς — ἀκηδής uncared for adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακηδία — ἀκηδία, η (AM) στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) [ἀκηδής] 1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια 2. αθυμία 3. εξάντληση, εξασθένηση μσν. (Εκκλ.) 1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία 2. άγχος, αγωνία 3. απελπισία 4. θλίψη 5.… …   Dictionary of Greek

  • ακηδώ — ἀκηδῶ ( έω) (Α) [ἀκηδής] 1. δεν φροντίζω, παραμελώ 2. κουράζομαι, βαριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκηδής. ΠΑΡ. αρχ. ἀκήδεστος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»