Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φιλοκηδής

См. также в других словарях:

  • φιλοκηδής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκηδής — ές, Α αυτός που τού αρέσουν οι μέριμνες, οι φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα»), πρβλ. δημο κηδής] …   Dictionary of Greek

  • φιλοκηδῆ — φιλοκηδής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φιλοκηδής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φιλοκηδής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»