-
1 πολυκηδης
См. также в других словарях:
πολυκηδής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες 2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ ἐνίσπω», Ομ. Οδ.) 3. ο αίτιος πολλών συμφορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλο κηδής] … Dictionary of Greek
πολυκηδέα — πολυκηδής full of care neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυκηδής full of care masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκηδές — πολυκηδής full of care masc/fem voc sg πολυκηδής full of care neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκηδέος — πολυκηδής full of care masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκηδέ' — πολυκηδέα , πολυκηδής full of care neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυκηδέα , πολυκηδής full of care masc/fem acc sg (epic ionic) πολυκηδέϊ , πολυκηδής full of care dat sg (epic) πολυκηδέε , πολυκηδής full of care masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυκήδεια — ἡ, Α [πολυκηδής] 1. το να έχει κανείς πολλές φροντίδες, πολλές έγνοιες 2. το να έχει κανείς πολλές στενοχώριες … Dictionary of Greek
πολυκηδέι — πολυκηδέϊ , πολυκηδής full of care dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)