-
1 γεννητός
γεννητός, ή, όν (oft. in Pla.; Diod S 1, 6, 3; Dionys. Hal. 5, 29; Lucian, Icarom. 2; Just.) pert. to having been born, born γεννητὸς γυναικός person that is born of woman=human being (Job 11:2, 12; 14:1; 15:14; 25:4; cp. 1QH 18, 13) 1 Cl 30:5 (Job 11:2f). Pl. Mt 11:11; Lk 7:28. Of Christ γ. καὶ ἀγέννητος begotten and unbegotten IEph 7:2. (Just., D. 66, 1 ἐκ παρθένου γ.)—DELG s.v. γίγνομαι p. 222. TW. Sv. -
2 γεννητός
-
3 γεννητος
дор. γεννᾱτός 31) рожденный(θεοί Plut.)
; перен. смертный(γ. καὴ ἐπίγειος Luc.)
2) природный, родной(εἴτε γ. εἴτε ποιητὸς υἱός Plat.)
3) рождающийся, возникающий(αἴτια γεννητὰ καὴ φθαρτά Arst.)
-
4 γεννητός
γεννητόςbegotten: masc nom sg -
5 γεννητός
-
6 γεννητός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γεννητός
-
7 γεννητός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γεννητός
-
8 γεννητός
η, ό[ν]1) рождённый; 2) см. γεννητάτος; 3) рождающийся, возникающий; порождённый, возникший -
9 γεννητός
рожденный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γεννητός
-
10 γεννητός
-
11 γεννητός
A begotten, υἱὸς γ., opp. ποιητός, Pl.Lg. 923e; mortal, Luc.Icar.2; γεννητοὶ γυναικῶν born of women, Ev.Matt.11.11, Ev.Luc.7.28.II generable, opp. φθαρτός, Arist.Metaph. 1027a29 (v. l.); ὑλὴ γ. matter for generation, ib. 1042b6. Adv. - τῶς by means of generation, Iamb. Myst.1.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννητός
-
12 πρωτο-γέννητος
-
13 πορφυρο-γέννητος
πορφυρο-γέννητος, im Purpur od. im Purpurzimmer geboren; so hießen in Byzanz die während der Regierungszeit des Vaters gebornen Prinzen.
-
14 πορνο-γέννητος
πορνο-γέννητος, von einer Hure geboren, Sp.
-
15 τρι-γέννητος
τρι-γέννητος, dreimal, dreifach geboren, Lycophr. 519, gekünstelt statt τριτογένεια.
-
16 φιλ-α-γέννητος
φιλ-α-γέννητος, den od. das Ungeborne, Ewige liebend, K. S.
-
17 νεο-γέννητος
νεο-γέννητος, = Vor., Schol. Luc. Halc. 3.
-
18 δουλο-γέννητος
δουλο-γέννητος, von Sklaven gezeugt, Tzetz.
-
19 μοιχο-γέννητος
μοιχο-γέννητος, im Ehebruch erzeugt, VLL.
-
20 νοθο-γέννητος
νοθο-γέννητος, = Vorigem, Hesych.
См. также в других словарях:
γεννητός — γεννητός, ή, όν (AM) [γεννώ] αυτός που οφείλει την ύπαρξή του σε γέννηση και δεν πλάστηκε ως κτίσμα τής Δημιουργίας («θεὸν γεννητὸν κατὰ σάρκα», «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῑς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῡ Βαπτιστοῡ», ΚΔ) ή δεν υιοθετήθηκε («εἴτε… … Dictionary of Greek
γεννητός — begotten masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητόν — γεννητός begotten masc acc sg γεννητός begotten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητοῖς — γεννητός begotten masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητοί — γεννητός begotten masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητούς — γεννητός begotten masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητῆς — γεννητός begotten fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητή — γεννητός begotten fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητῶς — γεννητός begotten adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητῷ — γεννητός begotten masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλογέννητος — κοχλογέννητος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιο γέννητος, πορφυρο γέννητος] … Dictionary of Greek