-
1 Πρωτογένης
Πρωτογένηςmasc acc pl (attic epic doric)Πρωτογένηςmasc nom /voc pl (doric aeolic)Πρωτογένηςmasc nom sgΠρωτογένηςmasc nom sg -
2 πρωτογενης
-
3 Πρωτογενης
- ους ὅ Протоген (уроженец Кавна в Карии, греч. живописец 2-й пол. IV в. до н.э.) Plut. -
4 πρωτογενής
πρωτογενήςfirst-born: masc /fem nom sg -
5 πρωτογενής
ης, ες1) см. πρωτότοκος; 2) перен. см. πρωτόγονος; 3) геол первичный;πρωτογενή εδάφη — первичные породы
-
6 πρωτογενής
-ής,-ές A 1-0-0-1-0=2 Ex 13,2; Prv 31,2firstborn; see πρωτόγονος, πρωτότοκοςCf. LE BOULLUEC 1989, 155; WEVERS 1990, 195 -
7 πρωτογενής
[протогэнис] επ родившийся первым, старшим. -
8 πρωτογενής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτογενής
-
9 πρωτογενής
πρωτο-γενής, ές, erstgeboren, ursprünglich -
10 Πρωτογένει
Πρωτογένηςmasc nom /voc /acc dual (attic epic)Πρωτογένεϊ, Πρωτογένηςmasc dat sg (epic ionic)Πρωτογένηςmasc dat sg -
11 Πρωτογένη
Πρωτογένηςmasc nom /voc /acc dual (doric aeolic)Πρωτογένηςmasc acc sg (attic epic doric)Πρωτογένηςmasc voc sg -
12 Πρωτογένην
Πρωτογένηςmasc acc sgΠρωτογένηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
13 πρωτογενές
πρωτογενήςfirst-born: masc /fem voc sgπρωτογενήςfirst-born: neut nom /voc /acc sg -
14 Πρωτογένους
Πρωτογένηςmasc gen sg (attic epic doric) -
15 Πρωτόγενες
Πρωτογένηςmasc voc sg -
16 πρωτογενή
πρωτογενήςfirst-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πρωτογενήςfirst-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πρωτογενήςfirst-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
17 πρωτογενῆ
πρωτογενήςfirst-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πρωτογενήςfirst-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πρωτογενήςfirst-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
18 πρωτογενεια
Plut. f к πρωτογενής См. πρωτογενης -
19 Πρωτογενών
-
20 Πρωτογενῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πρωτογένης — masc acc pl (attic epic doric) Πρωτογένης masc nom/voc pl (doric aeolic) Πρωτογένης masc nom sg Πρωτογένης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενής — first born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… … Dictionary of Greek
παλαιοζωικός ή πρωτογενής αιώνας — Γεωλογικός αιώνας, που ονομάστηκε πρωτογενής όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η ύπαρξη αρχαιότερων εδαφών, των αρχαιοζωικών· σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος παλαιοζωικό. Κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού αποτέθηκαν παχιά στρώματα ιζηματογενών πετρωμάτων… … Dictionary of Greek
πρωτογενῆ — πρωτογενής first born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρωτογενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρωτογενής first born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτογένει — Πρωτογένης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Πρωτογένεϊ , Πρωτογένης masc dat sg (epic ionic) Πρωτογένης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτογένη — Πρωτογένης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πρωτογένης masc acc sg (attic epic doric) Πρωτογένης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενεῖ — πρωτογενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρωτογενής first born masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενεῖς — πρωτογενής first born masc/fem acc pl πρωτογενής first born masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενές — πρωτογενής first born masc/fem voc sg πρωτογενής first born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτογενῶν — Πρωτογένης masc gen pl (attic epic doric) Πρωτογένης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)