-
1 νοθο-γέννητος
νοθο-γέννητος, = Vorigem, Hesych.
-
2 νοθογενής
νοθο-γενής, ές, u. νοθο-γέννητος, unehelich, unecht geboren -
3 νοθογέννητος
νοθο-γέννητος, ον,A of spurious origin, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοθογέννητος
См. также в других словарях:
πορνογέννητος — η, ο / πορνογέννητος, ον, ΝΜΑ αυτός που γεννήθηκε από πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + γέννητος (< γεννῶ), πρβλ. νοθο γέννητος] … Dictionary of Greek