-
1 δαμιεργός
δᾱμι-εργός, [suff] δᾱμι-οεργός, [suff] δᾱμι-οργός, [dialect] Dor. for δημιουργός: [full] δᾱμιόργιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαμιεργός
-
2 δημιοεργός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημιοεργός
-
3 δολοεργής
δολο-εργής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολοεργής
-
4 θερμοεργός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμοεργός
-
5 θρασυεργός
θρασυ-εργός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρασυεργός
-
6 κακοεργία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοεργία
-
7 καλοεργός
κᾰλο-εργός, όν,A well-doing, good, Man.1.256.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλοεργός
-
8 κλυτοεργός
κλῠτο-εργός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλυτοεργός
-
9 κωλυσιεργός
κωλῡσι-εργός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωλυσιεργός
-
10 λιθοεργός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοεργός
-
11 λυροεργός
λῠρο-εργός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυροεργός
-
12 μεγαλοεργός
A = μεγαλοεργής: τὸ μ., = μεγαλοεργία, Plu.Caes.58, Luc.Alex.4, Procl.in Prm.p.663 S., al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοεργός
-
13 μίσεργος
μῑσ-εργος, ον,A hating work, lazy, Poll.6.172.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μίσεργος
-
14 μιτοεργός
μῐτο-εργός, όν,A working the thread, AP6.289 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιτοεργός
-
15 μουσοεργός
A v. μουσουργός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσοεργός
-
16 νοσοεργός
νοσο-εργός, όν,A causing sickness, Poet.de herb.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοσοεργός
-
17 ξυλοεργός
ξῠλο-εργός, ὁ,A = ξυλουργός, Supp.Epigr.4.105 (Rome, i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλοεργός
-
18 παντοεργός
παντο-εργός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοεργός
-
19 παρασυνεργός
παρασυν-εργός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασυνεργός
-
20 πολύεργος
πολύ-εργος, ον,II [voice] Pass., highly-wrought, elaborate, Ph.1.665.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύεργος
См. также в других словарях:
συνεργός — ή, ό / συνεργός, όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
φίλεργος — η, ο / φίλεργος, ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῡργος Α αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός αρχ. (το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν η φιλεργία. επίρρ... φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α με… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ετωσιοεργός — ἐτωσιοεργός, όν (Α) αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + εργος (< έργο), πρβλ. αγαθο εργός, εν εργός] … Dictionary of Greek
ευξυλοεργός — εὐξυλοεργός, όν (Α) ο επιτήδειος στην κατεργασία τού ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυλο εργός (< ξύλον + εργός < έργον), πρβλ. αγαθο εργός] … Dictionary of Greek
ηλιτοεργός — ἠλιτοεργός, ov (Α) αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, άν εργος] … Dictionary of Greek
ημίεργος — ἡμίεργος, ον (Α) ημιέργαστος, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, περί εργος] … Dictionary of Greek
θεουργός — ό (AM θεουργός, όν) νεοελλ. αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις μσν. αρχ. αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια») αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός ο ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + εργος (< έργον), πρβλ. αγαθο εργός … Dictionary of Greek
θρασυεργός — θρασυεργός, όν (Α) αυτός που ενεργεί με θάρρος, ο τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + εργός (< έργον), πρβλ. αμπελο εργός, ξυλο εργός] … Dictionary of Greek
ιξοεργός — ἰξοεργός, όν (Α) αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + εργός (< ἔργον), πρβλ. σκοτο εργός φυτο εργός] … Dictionary of Greek
κάτεργος — ο (AM κάτεργος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» βαριά… … Dictionary of Greek