Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μουσουργός

См. также в других словарях:

  • μουσουργός — cultivating music masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσουργός — ο, η (Α μουσουργός, ιων. τ. μουσοεργός) αυτός που ασχολείται με τη μουσική τέχνη νεοελλ. συνθέτης μουσικών έργων, μουσικοσυνθέτης αρχ. αοιδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • μουσουργός — ο ο δημιουργός μουσικών έργων, ο μουσικοσυνθέτης: Ο Μότσαρτ υπήρξε μεγάλος μουσουργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσουργόν — μουσουργός cultivating music masc/fem acc sg μουσουργός cultivating music neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάθης, Θεόδωρος — Μουσουργός (1886 1943). Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών πήρε μέρος σε διαγωνισμό του Ωδείου του Παρισιού, στον οποίο και αναδείχτηκε πρώτος. Είκοσι ετών πραγματοποίησε τις πρώτες του καλλιτεχνικές περιοδείες σε πόλεις της Γαλλίας, Αγγλίας, Ισπανίας,… …   Dictionary of Greek

  • μουσουργοί — μουσουργός cultivating music masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσουργούς — μουσουργός cultivating music masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσουργῷ — μουσουργός cultivating music masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάρβογλης, Μάριος — (Αθήνα 1885 – 1967). Έλληνας μουσουργός, καθηγητής μουσικής και μουσικοκριτικός. Καταγόμενος από γνωστή οικογένεια αγωνιστών του 1821, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με τον Νικηφόρο Λύτρα και το 1902 πήγε να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο… …   Dictionary of Greek

  • красотоделатель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. μουσουργός) поэт, певец. Чин исповеданию… …   Словарь церковнославянского языка

  • Φρύνις — Ποιητής και μουσουργός από τη Μυτιλήνη (5αι. π.χ.). Λένε πως στις 7 χορδές της κιθάρας πρόσθεσε άλλες 2. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύτηκε για τις καινοτομίες του. * * * ύνιδος, ὁ, Α όνομα κωμικού ποιητή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»