-
1 μουσουργός
μουσουργόςcultivating music: masc /fem nom sg -
2 μουσουργός
A cultivating music: Subst., singing girl, Hp. l.c., X.Cyr.4.6.11, Theopomp.Hist.111 (a), Com.Adesp.15.18 D.;ὀρχηστρίδες καὶ μ. Luc.Am.10
, cf. Hippoloch. ap. Ath.4.129a: also masc., musician, J.AJ15.2.5, Corp.Herm.18.1, S.E.P.1.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσουργός
-
3 μουσουργόν
μουσουργόςcultivating music: masc /fem acc sgμουσουργόςcultivating music: neut nom /voc /acc sg -
4 μουσουργοί
μουσουργόςcultivating music: masc /fem nom /voc pl -
5 μουσουργούς
μουσουργόςcultivating music: masc /fem acc pl -
6 μουσουργώ
μουσουργέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)μουσουργέωpres ind act 1st sg (attic epic doric)μουσουργόςcultivating music: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————μουσουργόςcultivating music: masc /fem /neut dat sg -
7 μουσουργοίς
μουσουργέωpres opt act 2nd sg (attic epic doric)μουσουργόςcultivating music: masc /fem /neut dat pl -
8 μουσουργοῖς
μουσουργέωpres opt act 2nd sg (attic epic doric)μουσουργόςcultivating music: masc /fem /neut dat pl -
9 μουσουργού
μουσουργέωpres imperat mp 2nd sg (attic)μουσουργέωimperf ind mp 2nd sg (attic)μουσουργόςcultivating music: masc /fem /neut gen sg -
10 μουσουργοῦ
μουσουργέωpres imperat mp 2nd sg (attic)μουσουργέωimperf ind mp 2nd sg (attic)μουσουργόςcultivating music: masc /fem /neut gen sg -
11 μουσουργών
μουσουργέωpres part act masc nom sg (attic epic doric)μουσουργόςcultivating music: masc /fem /neut gen pl -
12 μουσουργῶν
μουσουργέωpres part act masc nom sg (attic epic doric)μουσουργόςcultivating music: masc /fem /neut gen pl -
13 μουσοεργός
A v. μουσουργός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσοεργός
См. также в других словарях:
μουσουργός — cultivating music masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσουργός — ο, η (Α μουσουργός, ιων. τ. μουσοεργός) αυτός που ασχολείται με τη μουσική τέχνη νεοελλ. συνθέτης μουσικών έργων, μουσικοσυνθέτης αρχ. αοιδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ ουργός] … Dictionary of Greek
μουσουργός — ο ο δημιουργός μουσικών έργων, ο μουσικοσυνθέτης: Ο Μότσαρτ υπήρξε μεγάλος μουσουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουσουργόν — μουσουργός cultivating music masc/fem acc sg μουσουργός cultivating music neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάθης, Θεόδωρος — Μουσουργός (1886 1943). Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών πήρε μέρος σε διαγωνισμό του Ωδείου του Παρισιού, στον οποίο και αναδείχτηκε πρώτος. Είκοσι ετών πραγματοποίησε τις πρώτες του καλλιτεχνικές περιοδείες σε πόλεις της Γαλλίας, Αγγλίας, Ισπανίας,… … Dictionary of Greek
μουσουργοί — μουσουργός cultivating music masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσουργούς — μουσουργός cultivating music masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσουργῷ — μουσουργός cultivating music masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάρβογλης, Μάριος — (Αθήνα 1885 – 1967). Έλληνας μουσουργός, καθηγητής μουσικής και μουσικοκριτικός. Καταγόμενος από γνωστή οικογένεια αγωνιστών του 1821, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με τον Νικηφόρο Λύτρα και το 1902 πήγε να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο… … Dictionary of Greek
красотоделатель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. μουσουργός) поэт, певец. Чин исповеданию… … Словарь церковнославянского языка
Φρύνις — Ποιητής και μουσουργός από τη Μυτιλήνη (5αι. π.χ.). Λένε πως στις 7 χορδές της κιθάρας πρόσθεσε άλλες 2. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύτηκε για τις καινοτομίες του. * * * ύνιδος, ὁ, Α όνομα κωμικού ποιητή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη] … Dictionary of Greek