-
1 αορατος
21) невидимый, незримый Isocr., Plat.; незаметный(διὰ σμικρότητα Plat.; τινι Plut.)
2) невиданный(ἄγνωστοι καὴ ἀόρατοι τόποι Polyb.)
3) (никогда) не видевший, не знавший(παντὸς κακοῦ Polyb.)
4) перен. близорукий, ограниченный(δύναμις ἀνθρωπίνη Luc.)
-
2 αόρατος
η, ο [ος, ον ]1) незримый, невидимый;έφυγε κ' έγινε αόρατος — как в воду канул;
2) неизвестный, неведомый; неясный -
3 ἀόρατος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀόρατος
-
4 αόρατος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αόρατος
-
5 ἀόρατος
невидимый, незримый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀόρατος
-
6 αόρατος
[аоратос] επ невидимый. -
7 αειδης
I2невидимый, незримый(ψυχή Plat.; ἀ. καὴ ἀόρατος Plut.)
II21) не имеющий (телесной) формы, безобразный(ἀ. καὴ ἄμορφος Arst., Plut.)
2) невзрачный, некрасивый(νεανίσκος Diod.)
οὐ ἀ. τέν ὄψιν Plut. — миловидный -
8 αναισθητος
21) бесчувственный, нечувствительный, невосприимчивый(τῶν κακῶν Plat.; δέρμα Arst.; ἀ. καὴ νεκρός Men.)
3) неощущаемый, безболезненный(θάνατος Thuc.)
4) неощутимый, незаметный(χρόνος Arst.)
ἀόρατος καὴ ἄλλως ἀ. Plat. — невидимый и вообще недоступный чувствам -
9 μικροτης
μικρότης, σμῑκρότης- ητος ἥ1) незначительные размеры(διὰ σμικρότητα ἀόρατος Plat.)
2) слабость(φωνῆς Arst.)
3) незначительность, маловажность(τῶν πραγμάτων Arst.)
-
10 σμικροτης...
σμικρότης...μικρότης, σμῑκρότης- ητος ἥ1) незначительные размеры(διὰ σμικρότητα ἀόρατος Plat.)
2) слабость(φωνῆς Arst.)
3) незначительность, маловажность(τῶν πραγμάτων Arst.)
-
11 517
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 517
См. также в других словарях:
αόρατος — η, ο (AM ἀόρατος, ον) ο μη ορατός, αυτός που δεν γίνεται αισθητός με την όραση αρχ. 1. απρόβλεπτος, ασαφής («τὸ μέλλον ἀόρατον», Ισοκράτης) 2. όποιος δεν έχει δει κάποιο πράγμα («ἄπειροι καὶ ἀόρατοι παντὸς κακοῡ», Πολύβιος) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ἀόρατος — ἀόρᾱτος , ἀόρατος unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αόρατος — η, ο επίρρ. α (και άρατος, η, ο) 1. αυτός που δε φαίνεται, αθέατος: Μια πλευρά της Σελήνης είναι αόρατη από τη Γη. 2. απρόβλεπτος, άγνωστος: Το μέλλον είναι αόρατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… … Православная энциклопедия
άρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
αΐδηλος — ἀίδηλος, ον (Α) 1. αυτός που καθιστά κάτι αόρατο, ολέθριος, καταστρεπτικός 2. αόρατος, άγνωστος 3. (ως επίθ. τού Αδη) σκοτεινός, ζοφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. < ἀ στερητ. + ἰδ εῖν + επίθημα ηλος. Αρχική σημ. τής λ. πρέπει να ήταν «ο ανυπόφορος… … Dictionary of Greek
ԱՆՏԵՍ — (ի, աց.) NBH 1 0245 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. որ եւ ԱՆՏԵՍԱՆԵԼԻ. ἁόρατος, ἁθέατος , ἁθεώρητος invisibilis, inconspicabilis, incomprehensibilis Աներեւոյթ. որ ոչն տեսանի զգալի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀοράτως — ἀορά̱τως , ἀόρατος unseen adverbial ἀορά̱τως , ἀόρατος unseen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόρατ' — ἀόρᾱτα , ἀόρατος unseen neut nom/voc/acc pl ἀόρᾱτε , ἀόρατος unseen masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόρατον — ἀόρᾱτον , ἀόρατος unseen masc/fem acc sg ἀόρᾱτον , ἀόρατος unseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Creation according to Genesis — refers to the Hebrew narrative of the creation of the heavens and the earth as told in chapters 1 and 2 of Genesis, the first book of the Pentateuch. The text The modern division of the Bible into chapters dates from c.1200 AD, and the division… … Wikipedia