-
1 αισθητος
3 и 2 -
2 αισθητός
η, ό[ν] ощутимый, осязаемый; заметный, явный;αισθητή διαφορά — заметная разница
-
3 αισθητός
[эститос] επ чувствительный, ощутительный, ощутимый, воспринимаемый чувствами. -
4 αναισθητος
21) бесчувственный, нечувствительный, невосприимчивый(τῶν κακῶν Plat.; δέρμα Arst.; ἀ. καὴ νεκρός Men.)
3) неощущаемый, безболезненный(θάνατος Thuc.)
4) неощутимый, незаметный(χρόνος Arst.)
ἀόρατος καὴ ἄλλως ἀ. Plat. — невидимый и вообще недоступный чувствам -
5 αριθμος
(ᾰ) ὅ1) количество, числоἀριθμῶ и ἐς ἀριθμόν Her., (τὸν) ἀριθμόν Xen., Plat. и εἰς τὸν ἀριθμόν Men. — числом, численно, по количеству;
ἀ. σωματικός или αἰσθητός Arst. — именованное число:ἀ. μαθηματικός Arst. — отвлеченное число;πλῆθος ἐς ἀριθμόν Her. — численный состав2) протяжение, длина(ὁδοῦ Xen.)
3) длительность, промежуток(χρόνου Aeschin.)
4) сумма(ἀργυρίου Xen.)
ὅ πᾶς ἀ. Thuc. — общая сумма, итог5) подсчет, исчисление(ἀριθμὸν ποιεῖσθαι Her. и ποιεῖν Plat.)
ἀριθμῷ Her. — в определенном количестве, но тж. Thuc. в числовом выражении, в цифрах6) наука о числе, искусство счисления(ἀριθμὸν εὑρεῖν Plat. или ἐξευρεῖν Aesch.)
7) перекличка8) вес, достоинство, значениеοὐκ εἰς ἀριθμὸν ἥκειν λόγων Eur. — не приниматься в расчет;
τούτων ἀ. οὐδείς ἐστι Plut. — это не имеет никакого значения9) pl. числовые отношения, связное целое, совокупность(ἅπαντες οἱ ἀριθμοί Isocr.; οἱ τοῦ σώματος ἀριθμοί Plat.)
10) вещь (по порядку), номер(ὅ δεύτερος ἀ. Eur.)
11) пустое число (без содержания)ἀ. τῶν λόγων Soph. — набор пустых слов;
(ὅ) ἀ. Eur., Arph.; — ничтожество12) грам. число -
6 ευαισθητος
21) весьма чувствительный, чрезвычайно чуткий, восприимчивый(περί τι Plat.; ζῷον Arst.; ὑπερῴα Plut.)
2) ощутимый, заметныйεὐαισθητότερα τὰ παρ΄ ἄλληλα τιθέμενα Arst. — заметнее то, что расположено рядом друг с другом
-
7 φανταστος
См. также в других словарях:
αἰσθητός — sensible masc nom sg αἰσθητός sensible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητός — ή, ό (Α αἰσθητός, ή, όν και ός, όν) ο αντιληπτός διά μέσου τών αισθήσεων (αντίθετα προς το νοητός) νεοελλ. 1. ικανός, σημαντικός, μεγάλος 2. αξιοπρόσεκτος, ευδιάκριτος, φανερός, σαφής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσθητόν αυτό που υποπίπτει στις… … Dictionary of Greek
αισθητός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις: Οι φυσικές επιστήμες ασχολούνται μόνο με τον αισθητό κόσμο. 2. φανερός, σημαντικός: Αισθητή ήταν χθες η απουσία σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰσθητόν — αἰσθητός sensible masc acc sg αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc sg αἰσθητός sensible masc/fem acc sg αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητοῖς — αἰσθητός sensible masc/neut dat pl αἰσθητός sensible masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητοῖσι — αἰσθητός sensible masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) αἰσθητός sensible masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητοί — αἰσθητός sensible masc nom/voc pl αἰσθητός sensible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητούς — αἰσθητός sensible masc acc pl αἰσθητός sensible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητῶς — αἰσθητός sensible adverbial αἰσθητός sensible adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητῷ — αἰσθητός sensible masc/neut dat sg αἰσθητός sensible masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητότερα — αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc comp pl αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)