-
1 κογχη
ἥ1) моллюск в раковине(ἰχθύες καὴ κόγχαι Xen.; τὰ κρέα τῶν κογχῶν Arst.)
2) раковина (двухстворчатая) Arst.3) «раковина» (коробочка, в которой хранилась оттиснутая обычно на воске и привешиваемая к документу печать)ἡ κ. ἥ τοῖς σημείοισιν ἐποῦσα Arph. — раковина, находящаяся на печатях (завещания)
4) конха (мера жидкостей, равная 0.02 л) -
2 κόγχη
-
3 κόγχη
η1) раковина (тж. анат.); 2) ниша; 3) глазница, орбита -
4 κογχος
-
5 διαχαινω
-
6 Βρεφοκρατούσα
Βρεφοκρατούσα ηВрефократуса (Держащая Младенца) – иконографический образ Богородицы (Одигитрии), известный с первых веков христианства. Изображен в конхах (см. κόγχη) следующих афонских монастырей: Дионисиата, Дохиара, КсенофонтаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Βρεφοκρατούσα
-
7 Πλατυτέρα
Πλατυτέρα ηОранта (Молящаяся) – настенное изображение Богородицы в конхе (см. κόγχη) алтарной апсиды, представляющее Пресвятую Деву молящейся или сидящей на троне с Богомладенцем на рукахЭтим.< дргр. πλατύτερος < πλάτυς «широкий, плоский, широко открытый» -
8 τετράκογχος ναός
τετράκογχος ναός οхрам с четырьмя конхами, см. κόγχηΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > τετράκογχος ναός
См. также в других словарях:
κόγχη — mussel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόγχῃ — κόγχη mussel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… … Dictionary of Greek
κόγχαι — κόγχη mussel fem nom/voc pl κόγχᾱͅ , κόγχη mussel fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόγχηι — κόγχῃ , κόγχη mussel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχῶν — κόγχη mussel fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόγχαις — κόγχη mussel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόγχαισι — κόγχη mussel fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόγχαισιν — κόγχη mussel fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόγχην — κόγχη mussel fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόγχης — κόγχη mussel fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)