-
21 αντιθυρος
-
22 εκβολον
-
23 εκκολυμβαω
выплывать, aor. вынырнуть Arph., Diod.ἐ. ναός Eur. — спрыгнув с корабля, спасаться вплавь
-
24 ερρω
(fut. ἐρρήσω, aor. ἥρρησα)1) медленно идти, тащиться, плестисьὁ ἔρρων πλησίον ἐπὴ θρόνου ἷζε — с трудом продвигаясь поближе, (хромой Гефест) сел в кресло;
ἥ μ΄ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο Hom. — она встретилась мне, одиноко бродившему2) (велением рока) двигаться, отправляться, идти3) быть вытесненным, изгнанным(ἐκ τῆς αὐτῶν χώρας Plat.)
ἐκ ναὸς ἔ. Aesch. — быть сброшенным с корабля4) лишиться(ὀμμάτων ἔ. Aesch.)
ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις! Eur. — какой славной судьбы ты лишился бы!5) погибнуть, исчезнуть, пропасть(Βακτρίων ἔρρει πανώλης δῆμος Aesch.)
πόσον τίνα χρόνον ἄφαντος ἔρρει ; Soph. — сколько же времени тому назад бесследно исчез (царь Лаий)?;ἔρρει τὰ θεῖα Soph. — почитанию богов пришел конец;ἔρρει δέμας φλογιστόν Soph. — тело уничтожено огнем;τἀκείνου σωτήρι΄ ἔρρει Soph. — нет больше надежды на его спасение;ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα! Xen. — дело мое пропало!, я погиб! (лат. actum est de me!);ἀχλεῆ ἔ. Plut. — бесславно пропасть, быть преданным забвению6) ( в проклятиях) убираться, проваливатьἔρρε, κακέ γλήνη! Hom. — сгинь, презренная баба! (лат. abi in malam rem!);
ἔρρ΄ ἐς κόρακας! Arph. — проваливай на съедение воронам! (лат. pasce corvos!);ἐρρέτω Ἴλιον! — пропади пропадом Илион!;ἔρρ΄ ἀπ΄ ἐμεῖο! Theocr. — прочь от меня! -
25 ευστυλος
-
26 θυωδης
2пахнущий фимиамом, благовонный, благоуханный, душистый(θάλαμος, εἵματα Hom.; βωμός HH.; λίβανος Emped.; καπνός Eur.; ναός Theocr.)
-
27 καλλιναος
-
28 κοινοπλοος
-
29 λιποναυς
-
30 μυριοναυς
-
31 ναοφυλαξ
-
32 ναυς
эп.-ион. νηῦς, дор. ναῦς ἥ (gen. νεώς, dat. νηΐ, acc. ναῦν, gen. dual. νεοῖν; pl.: nom. νῆες, gen. νεῶν, dat. ναυσί, acc. ναῦς; эп.-ион.: gen. νηός и νεός, acc. νῆα и νέα; pl.: nom. νέες, gen. νεῶν, dat. νηυσί - эп. νήεσσι, νέεσσι и ναῦφι(ν), acc. νῆας и νέας; дор.: gen. νᾱός, dat. ναΐ, acc. νᾶα и νᾶν; pl.: nom. νᾶες, gen. ναῶν, dat. νάεσσι, acc. νᾶας) корабль, судноναῦς μακρά Aesch. собир. (лат. navis longa) — военный флот;
-
33 ομιλια
ион. ὁμῑλίη ἥ1) тж. pl. общение, знакомство или связь(ἐλθεῖν εἰς ὁμιλίαν τινί Soph.)
ἥ σέ ὁ. Plat. — общение с тобою;Ἑλληνικαὴ ὁμιλίαι Her. — сношения с греками;αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμιλίαι καὴ αἱ τῶν πραγμάτων Arst. — отношения как с людьми так и с вещами;πολιτεῖαι καὴ ὁμιλίαι Thuc. — общественные и частные отношения;εἰσιδεῖν δευτέραν ὁμιλίαν τινός Soph. — вторично увидеться с кем-л.;ὁμιλίᾳ χθονός Eur. — во время пребывания в (этой) стране2) половая связь(ἀνδρῶν οὐδαμῶν Her.; πρὸς τοὺς ἄρρενας Arst.)
3) собеседование, беседаἐξ ὁμιλίας Dem. — в порядке собеседования, т.е. путем убеждения
4) обучение5) собрание, группа, общество(ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων Her.; ἀδελφῶν Eur.)
ναὸς ὁ. Soph. — спутники в морском путешествии6) общепринятое употребление, установившееся значение(τοῦ ὀνόματος Diog.L.)
-
34 οχημα
- ατος τό1) средство передвиженияὄ. ἱππικόν Soph. или ἵππειον Eur. — конная повозка, колесница;
τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὴ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Plat. — сухопутные и морские средства передвижения2) опора, устой(γῆς ὄ. Ζεύς Eur.)
3) средство выражения, проводник(ὄ. ἀοιδᾶν Pind.; ὄ. ἀλλοτρίου λόγου Plut.)
ὀχήματί τινι χρῆσθαι Plut. — пользоваться чем-л. для выражения чего-л. ( точнее в качестве проводника чего-л.) -
35 περικιων
-
36 περικρεμης
-
37 πολυκωπος
-
38 πολυναος
-
39 συνναος
-
40 σωτηρ
I- ῆρος adj.1) спасательный(ναὸς πρότονος Aesch.)
2) спасающий, охраняющий(γονή Aesch.)
τιμὰς σωτῆρας ἔχοντες Eur. — чтимые как избавители (от морских опасностей), т.е. ДиоскурыIIσ. τινος HH., Her., Aesch. — хранитель (покровитель) кого(чего)-л. или Soph., Eur. спаситель (избавитель) от чего-л.;
Ζεὺς σ. Pind. — Зевс-хранитель;τρίτον σωτῆρι σπένδειν Pind. ( согласно — традиции) третью чашу поднимать в честь хранителя (Зевса);τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι погов. Plat. — третий раз во спасение (ср. «бог троицу любит»)
См. также в других словарях:
Ναός — 2 Ma. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — ο 1. κτίριο αφιερωμένο στη λατρεία θεού: Ναός της Αθηνάς. 2. αίθουσα συνεδριάσεων των τεκτόνων, αλλ. εργαστήρι. 3. μτφ., τόπος όπου ασκείται υψηλό λειτούργημα ή καλύπτεται πολύτιμο είδος: Ναός της Θέμιδας (δικαστήριο). – Ναός της ζωής (έγκυα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναός — νᾱός , ναός 2 Ma. masc nom sg νᾱός , ναῦς ship fem gen sg (doric) ναῦς ship fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιπρόστυλος ναός — Αρχαίος ελληνικός ναός που έχει κολόνες μπροστά και πίσω στις δύο στενότερες πλευρές του, όπως o Παρθενώνας και o ναός της Απτέρου Νίκης … Dictionary of Greek
Νικολάου Ορφανού, ναός του αγίου- — Βλ. λ. Θεσσαλονίκη … Dictionary of Greek
Ερέχθειο — Ναός στην Ακρόπολη της Αθήνας, ο σημαντικότερος ναός ιωνικού ρυθμού των κλασικών χρόνων που σώζεται έως σήμερα και συγχρόνως μοναδικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής σύνθεσης αρχαίου ελληνικού ναού. Η λατρεία στο ίδιο κτίριο περισσότερων θεοτήτων –που… … Dictionary of Greek
καπνικαρέα — Ναός της μεσοβυζαντινής περιόδου, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Βρίσκεται επί της οδού Ερμού, στο κέντρο της Αθήνας. Είναι ναός εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με πρόσθετα κτίσματα το επίσης τρουλαίο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στα … Dictionary of Greek
Πιταρέτι — Ναός του 13ου αι., στη Γεωργίας. Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα δείγματα της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής. Το κτίριο έχει ορθογωνική κάτοψη με ένα θόλο που υποβαστάζεται από δύο αυτοφερόμενα υποστυλώματα και από τοξοειδείς προεξοχές. Στη νότια… … Dictionary of Greek
Наос — (ναός, т. е. корабль) центральное помещение в древнегреческих храмах, святилище, в котором стояли статуи богов (см. Древнегреческое искусство). Слово Н. доныне употребляется для обозначения продолговатой части внутри православных церквей,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона