Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀάσχετος

См. также в других словарях:

  • ἀάσχετος — ἄσχετος not to be checked masc/fem nom sg (epic) ἀάσχετος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀάσχετον — ἄσχετος not to be checked masc/fem acc sg (epic) ἄσχετος not to be checked neut nom/voc/acc sg (epic) ἀάσχετος masc/fem acc sg ἀάσχετος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσπετος — ἄσπετος, ον (Α) 1. ο άρρητος, ο ανέκφραστος 2. (για αριθμούς) ο αναρίθμητος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) υπέρμετρα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ά σπ ετος (του οποίου η αρχική σημασία είναι «άρρητος») < αστερ. + (ρίζα) *sekw , αποτελεί ρηματικό επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀάσχετα — ἄσχετος not to be checked neut nom/voc/acc pl (epic) ἀάσχετος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»