Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀάσχετον

См. также в других словарях:

  • ἀάσχετον — ἄσχετος not to be checked masc/fem acc sg (epic) ἄσχετος not to be checked neut nom/voc/acc sg (epic) ἀάσχετος masc/fem acc sg ἀάσχετος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιεικτός — ἐπιεικτός, ή, όν και ἐπίεικτος, ον (Α) 1. ενδοτικός, υποχωρητικός («μένος ἐστὶν ἀάσχετον, οὐκ ἐπιεικτόν», Ομ. Ιλ.) 2. ανεκτός, υποφερτός («ἵνα ἔργα γελαστά καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε», Ομ. Οδ.) 3. (με δοτ.) αρμόδιος, κατάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»