Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄ-σχετος

См. также в других словарях:

  • ευκατάσχετος — εὐκατάσχετος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να σταματήσει, να συγκρατήσει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σχετος (< κατ έχω), πρβλ. α κατά σχετος, δυσ κατά σχετος] …   Dictionary of Greek

  • εύσχετος — εὔσχετος, ον (Α) αυτός που συγκρατείται εύκολα στη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχετος (< έχω), πρβλ. ακατά σχετος ά σχετος] …   Dictionary of Greek

  • ημίσχετος — ἡμίσχετος, ον (Α) 1. αυτός που κατέχει το ήμισυ ή που σχετίζεται κατά το ήμισυ με κάποιον ή με κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡμίσχετον η κατά το ήμισυ σχέση ή κατοχή. επίρρ... ἡμισχέτως (Α) με τρόπο ημίσχετο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σχετος (< θ. σχ …   Dictionary of Greek

  • επισχεσία — ἐπισχεσία, ἡ (Α) πρόφαση, αφορμή («οὐδὲ τιν’ ἄλλην μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθετα με β’ συνθετικό * σχεσία προέρχονται από ρηματικά επίθ. τού έχω σε τός (πρβλ. υπο σχετός > υποσχεσία). Στην προκειμένη περίπτωση θα… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • seĝh-, seĝhi-, seĝhu- —     seĝh , seĝhi , seĝhu     English meaning: to hold, possess; to overcome smbd.; victory     Deutsche Übersetzung: “festhalten, halten; einen in Kampf ũberwältigen; Sieg”     Material: O.Ind. sáhatē “ mastered, is able, endures “, sáhas n.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»