Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀτρᾰπός

См. также в других словарях:

  • ἀτραπός — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… …   Dictionary of Greek

  • ατραπός — η πολύ στενός δρόμος, μονοπάτι: Στο χωριό οδηγούσε μονάχα μια ατραπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀταρπιτοί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρπιτοῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρπιτῶν — ἀτραπός fem gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρπιτόν — ἀτραπός fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρπιτός — ἀτραπός fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρποῖς — ἀτραπός fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρποί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταρποῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»