Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀτρέμ'

См. также в других словарях:

  • ἀτρέμ' — ἀτρέμα , ἀτρέμας poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηρέμα — και ήρεμα (AM ἠρέμα) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < η ρέμ ᾱ (το ᾱ < *n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»