-
1 ασφοδελός
-
2 ἀσφοδελός
-
3 ασφόδελος
-
4 ἀσφόδελος
-
5 ἀσφόδελος
ἀσφόδελος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσφόδελος
-
6 ἀσφόδελος
Grammatical information: m.Meaning: `asphodill, Asphodelus ramosa' (Hes.).Derivatives: ἀσφοδελός `grown with a.' (Od.; on the accent Schwyzer 420).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. Prob. substr. word (s. the variants). Fur. 288 compares σφονδύλ(ε)ιον, σπονδύλιον `Heracleum sphondylium'. Speculative Biraud, Actes du colloque: Les phytonymes grecs et latins, 35-46, who finds the suffix in στυφελός, ζάφελος, ῥάκελος etc.Page in Frisk: 1,175Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀσφόδελος
-
7 ἀσφοδελός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀσφοδελός
-
8 ασφόδελος
daffodilΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ασφόδελος
-
9 ασφοδελόν
-
10 ἀσφοδελόν
-
11 ασφοδελού
-
12 ἀσφοδελοῦ
-
13 ασφοδελοί
-
14 ἀσφοδελοί
-
15 ασφοδελούς
-
16 ἀσφοδελούς
-
17 ασφοδελώ
-
18 ἀσφοδελῷ
-
19 ασφοδελών
-
20 ἀσφοδελῶν
См. также в других словарях:
ἀσφοδελός — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφόδελος — asphodel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφοδελός — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
ασφόδελος — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
ασφόδελος — ο και ασφοδίλι, το φυτό που ανήκει στα λειρώδη, σπερδούκλι, το, ή σπέρδουκλας, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσφοδελόν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem acc sg ἀσφόδελος asphodel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελοί — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελοῦ — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελούς — ἀσφόδελος asphodel masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελῶν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελῷ — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)