-
21 ασφοδέλοιο
-
22 ἀσφοδέλοιο
-
23 ασφοδέλου
-
24 ἀσφοδέλου
-
25 ασφοδέλους
-
26 ἀσφοδέλους
-
27 ασφοδέλω
-
28 ἀσφοδέλῳ
-
29 ασφοδέλωι
-
30 ἀσφοδέλωι
-
31 ασφοδέλων
-
32 ἀσφοδέλων
-
33 ασφόδελοι
-
34 ἀσφόδελοι
-
35 ασφόδελον
-
36 ἀσφόδελον
-
37 γέλεα
-
38 διανθής
διανθ-ής, ές,A double-flowering, i.e. twofold, with outer (corolla) and inner (stamens and pistil) flower, Thphr.HP1.13.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διανθής
-
39 μολόθουρος
μολόθουρος, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μολόθουρος
-
40 ναρθήκιον
ναρθήκ-ιον, τό,II = ἀσφόδελος, Ps.-Dsc.2.169.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναρθήκιον
См. также в других словарях:
ἀσφοδελός — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφόδελος — asphodel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφοδελός — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
ασφόδελος — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
ασφόδελος — ο και ασφοδίλι, το φυτό που ανήκει στα λειρώδη, σπερδούκλι, το, ή σπέρδουκλας, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσφοδελόν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem acc sg ἀσφόδελος asphodel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελοί — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελοῦ — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελούς — ἀσφόδελος asphodel masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελῶν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδελῷ — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)