-
1 ασφοδελοί
-
2 ἀσφοδελοί
-
3 ασφόδελοι
-
4 ἀσφόδελοι
См. также в других словарях:
ἀσφοδελοί — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφόδελοι — ἀσφόδελος asphodel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφόδελος — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
Μαλακάσης, Μιλτιάδης — (Μεσολόγγι 1869 – Αθήνα 1943). Ποιητής. Η οικογένειά του είχε λάβει ενεργό δράση στην Επανάσταση του 1821. Ο ίδιος έζησε τη μετεπαναστατική ατμόσφαιρα του Μεσολογγίου, την οποία αξιοποίησε αργότερα με έξοχο τρόπο σε μερικά ποιήματά του. Πολύ νέος … Dictionary of Greek