-
1 ασφοδελών
-
2 ἀσφοδελῶν
-
3 ασφοδέλων
-
4 ἀσφοδέλων
См. также в других словарях:
ἀσφοδελῶν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφοδέλων — ἀσφόδελος asphodel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφοδέλινος — ἀσφοδέλινος, η, ον (Α) ο κατασκευασμένος από βλαστούς ασφοδέλων … Dictionary of Greek