-
1 αστραγαλος
(ρᾰ) ὅ1) позвонок, преимущ. шейный(ἐκ δ΄ ἐάγη αὐχέν ἀστραγάλων Hom. и ἀστράγαλον Anth.)
2) лодыжка(ὅ ἀ. ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρτρων Her.)
ἡ ἐκ τῶν ἀστραγάλων μάστιξ Luc. — бич с вплетенными в него бабками
4) pl. игральные кости, игра в бабки Hom., Her., Arph., Plat., Aeschin., Arst., Plut. -
2 αστράγαλος
ο1) анат. лодыжка; бабка (у животных); 2) архит. украшение, орнамент ионического ордера -
3 αστραγαλη
-
4 αστραγαλισις
-
5 αρθρον
τό1) член тела(συνάπτειν ἄρθρον ἄρθρῳ Plat.; ἄρθρα χειρός Arst.)
ποδός ἄ. Soph. — нога;ἄρθρα τῶν κύκλων Soph. — глаза;ἄρθρα στόματος Eur. — уста2) сочленение, сустав(ὅ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.)
3) орган(φωνῆς Arst.)
4) pl. половые органы Her., Arst.5) грам. (тж. ἄ. προτακτικόν Arst.) грамматический член6) грам. «незнаменательное», т.е. служебное слово(φωνέ ἄσημος Arst.)
, т.е. предлог (напр. περί), вводное слово (напр. φημί) и т.п.ἄ. ὑποτακτικόν — подчинительное слово
-
6 γομφος
ὅ1) гвоздь, шип; болт, тж. колышек Hom., Hes., Aesch., Plat., Arst., Polyb., Luc.2) связывающая планка, перемычка, скрепа3) сочленение(ἀστράγαλος οἶον γ. Arst.)
-
7 εκχωρεω
1) уходить, уезжать(ἐκ τόπου τινός Her.)
ἐκ τοῦ ζῆν ἐκχωρῆσαι Polyb. — умереть2) отступать, уходить(χειμῶνες ἐκχωροῦσι θέρει Soph.; οἱ τῆς θαλάττης ἐκκεχωρηκότες Ῥωμαῖοι Polyb.; ἐ. καὴ ὑποφεύγειν Plut.)
3) переселяться, эмигрировать Her., Arst.4) быть вывихнутым(ὅ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.)
5) уступать(τινί τινος Polyb. и τινί τι Diog.L.)
6) отказываться от своих претензий Dem. -
8 καλλιαστραγαλος
-
9 κυβος
(ῠ), редко Anth. κῦβος ὅ1) куб, кубическое телоὁ κ. σταδαῖον παντᾷ σῶμα Plat. — куб (есть) самое устойчивое из всех тел
2) мат. куб, третья степень, число в кубе Plat., Arst.3) игральная кость (в форме кубика, все шесть граней которого имели обозначения - в отличие от ἀστράγαλος, у которого обозначения были только на четырех; греки играла тремя костями)ἐν πτώσει κύβων Plat., Arst. — как выпали игральные кости, перен. по прихоти случая ( или судьбы);
ἀεὴ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι погов. Soph. — кости Зевса всегда выпадают правильно;ἔσχατον κύβον ἀφιέναι Plut. — в последний раз попытать счастья;ἀνερρίφθω κ.! Plut. — пусть будет брошен жребий! (лат. alea jacta esto!)4) грань игральной кости с одним очком -
10 Κωος
I3косский Dem.ἀστράγαλος Κ. Arst. ( в игре в кости) — косский бросок, т.е. наилучший ( в шесть очков - в отличие от Χῖος, в одно очко) (ср. κῷα)
IIὅ житель острова Кос, косец Her. -
11 λαβυρινθωδης
21) лабиринтообразный, закрученный(ἀστράγαλος Arst.)
2) запутанный, крайне сложный(ἐρωτήσεις Luc.)
-
12 πολυαστραγαλος
-
13 φιλαστραγαλος
-
14 χρυσαστραγαλος
См. также в других словарях:
ἀστράγαλος — one of the vertebrae masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
αστράγαλος — ο 1. κόκαλο του κάτω μέρους του ποδού, κότσι: Μου πονεί ο αστράγαλός μου και δεν μπορώ να περπατήσω. 2. το παιχνίδι με τα κότσια: Και στην αρχαιότητα έπαιζαν με τους αστραγάλους. 3. κόσμημα στα ιωνικά και κορινθιακά κιονόκρανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστραγάλω — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc nom/voc/acc dual ἀστράγαλος one of the vertebrae masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγάλοιν — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγάλοις — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγάλοισι — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγάλοισιν — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγάλου — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγάλους — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγάλων — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)