-
1 αστραγαλισις
См. также в других словарях:
αστραγάλισις — ἀστραγάλισις, η (Α) [αστραγαλίζω] το να παίζει κανείς με αστραγάλους … Dictionary of Greek
ἀστραγάλισις — playing with fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλίσεις — ἀστραγάλισις playing with fem nom/voc pl (attic epic) ἀστραγάλισις playing with fem nom/acc pl (attic) ἀστραγαλίζω play with aor subj act 2nd sg (epic) ἀστραγαλίζω play with fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)