-
1 ἀσάλπικτος
ἀσάλπικτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσάλπικτος
-
2 ασάλπικτον
ἀσάλπικτοςwithout sound of trumpet: masc /fem acc sgἀσάλπικτοςwithout sound of trumpet: neut nom /voc /acc sg -
3 ἀσάλπικτον
ἀσάλπικτοςwithout sound of trumpet: masc /fem acc sgἀσάλπικτοςwithout sound of trumpet: neut nom /voc /acc sg -
4 ἀ-σάλπιγκτος
ἀ-σάλπιγκτος oder ἀσάλπικτος, ohne Trompetenschall, ὥρα Soph. frg. 351, von Hesych. μεσονύκτιον erkl., denn Morgens u. Abends wurde geblasen.
-
5 ἀσάλπιγκτος
ἀ-σάλπιγκτος od. ἀσάλπικτος, ohne Trompetenschall, μεσονύκτιον, denn Morgens u. Abends wurde geblasen
См. также в других словарях:
ασάλπικτος — ἀσάλπικτος, ον (Α) [σαλπίζω] χωρίς τον ήχο της σάλπιγγας («ὥρα ἀσάλπικτος» ώρα κατά την οποία δεν ακούγεται ήχος σάλπιγγας) … Dictionary of Greek
ἀσάλπικτον — ἀσάλπικτος without sound of trumpet masc/fem acc sg ἀσάλπικτος without sound of trumpet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)