-
1 ἀσάλπικτος
ἀσάλπικτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσάλπικτος
-
2 ασάλπικτον
ἀσάλπικτοςwithout sound of trumpet: masc /fem acc sgἀσάλπικτοςwithout sound of trumpet: neut nom /voc /acc sg -
3 ἀσάλπικτον
ἀσάλπικτοςwithout sound of trumpet: masc /fem acc sgἀσάλπικτοςwithout sound of trumpet: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ασάλπικτος — ἀσάλπικτος, ον (Α) [σαλπίζω] χωρίς τον ήχο της σάλπιγγας («ὥρα ἀσάλπικτος» ώρα κατά την οποία δεν ακούγεται ήχος σάλπιγγας) … Dictionary of Greek
ἀσάλπικτον — ἀσάλπικτος without sound of trumpet masc/fem acc sg ἀσάλπικτος without sound of trumpet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)