-
1 μεσονύκτιον
μεσονύκτιον, ου, τό (μέσος, νύξ; subst. neut. of μεσονύκτιος [Pind. et al.]; as a noun Hippocr. et al.; Diod S 20, 48, 6; Chariton 1, 9, 1; POxy 1768, 6; LXX; TestJob 31:5 ἐν τῷ μ. The spelling μεσανύκτιον is not well attested [POxy 1768, 6 of III A.D.. Cp. B-D-F §35, 2; W-S. §5, 20b; Mlt-H. 73]. On its formation s. B-D-F §123, 1; W-S. §16, 5; Mlt-H. 341; Phryn. p. 53 Lob.) midnight μεσονύκτιον acc. of time at midnight Mk 13:35 (Hippocr. VII p. 72 Littré; Ps 118:62.—PGM 13, 680 τὸ μεσονύκτιον). Also the gen. (which is read in the Hippocr. pass. just quoted, by the edition of Kühn II p. 260; s. B-D-F §186, 2) μεσονυκτίου Lk 11:5. κατὰ τὸ μ. about midnight (Strabo 2, 5, 42) Ac 16:25. μέχρι μεσονυκτίου until midnight 20:7 (on the omission of the article s. B-D-F §255, 3; Rob. 792).—DELG s.v. μέσος. M-M. -
2 μεσονυκτιον
-
3 μεσονύκτιον
μεσονύκτιονof: neut nom /voc /acc sgμεσονύκτιοςof: masc /fem acc sgμεσονύκτιοςof: neut nom /voc /acc sg -
4 μεσονύκτιον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεσονύκτιον
-
5 μεσονύκτιον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεσονύκτιον
-
6 μεσονύκτιον
-
7 μεσονύκτιον
полуночный; как сущ. полночь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεσονύκτιον
-
8 μεσονύκτιον
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεσονύκτιον
-
9 μεσονύκτιον
-ου + τό N 2 0-3-1-2-0=6 JgsA 16,3(bis); JgsB 16,3; Is 59,10; Ps 118(119),62 -
10 μεσονυκτίοις
μεσονύκτιονof: neut dat plμεσονύκτιοςof: masc /fem /neut dat pl -
11 μεσονυκτίου
μεσονύκτιονof: neut gen sgμεσονύκτιοςof: masc /fem /neut gen sg -
12 μεσονυκτίων
μεσονύκτιονof: neut gen plμεσονύκτιοςof: masc /fem /neut gen pl -
13 μεσονύκτια
μεσονύκτιονof: neut nom /voc /acc plμεσονύκτιοςof: neut nom /voc /acc pl -
14 μεσο-νύκτιος
μεσο-νύκτιος, mitternächtig, mitten in der Nacht; μεσονύκτιον δεξαμένη, Pind. I. 6, 5; Eur. Hec. 914; ὧραι, Anacr. 31, 1; τὸ μ., Mitternacht, Arist. probl. 26, 18 u. A.; s. Lob. zu Phryn. p. 53.
-
15 ἀ-σάλπιγκτος
ἀ-σάλπιγκτος oder ἀσάλπικτος, ohne Trompetenschall, ὥρα Soph. frg. 351, von Hesych. μεσονύκτιον erkl., denn Morgens u. Abends wurde geblasen.
-
16 μεσονυκτίω
-
17 μεσονυκτίῳ
-
18 μεσονυκτίωι
μεσονυκτίῳ, μεσονύκτιονof: neut dat sgμεσονυκτίῳ, μεσονύκτιοςof: masc /fem /neut dat sg -
19 3317
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3317
-
20 δέκομαι
δέκομαι (δέκεται, -ονται; δέκευ; δεκομένα: fut. δέξεται: impf. ἔδεκτο, δέκετο coni.: aor. δέξατ(ο), (ἐ) δέξαντ(ο); δέξαιτο; δέξαι, δέξασθε; δεξαμένῳ, -ον, -οι, -αμένα: pf. δέδεκται; δέδεξαι impv.: δέγμενος)a accept “ ἄγε φίλτρον τόδἵππειον δέκευ” (byz.: δέχευ codd.) O. 13.68ἕδνα τε δέξαντο P. 3.95
“ δέξατο βώλακα δαιμονίαν” P. 4.37σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες P. 4.255
πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.125
δεξάμενον θαλερὰν Ἥβαν ἄκοιτιν (sc. Ἡρακλέα) N. 1.71Μελίσσῳ ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους I. 3.11
ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς (sc. Αἴγινα) Pae. 6.129 esp. c. acc. & dat., accept something from someone:δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν O. 13.29
γαῖαν διδόντι ξείνια πρῴραθεν Εὔφαμος καταβαὶς δέξατ” P. 4.23Ἡσυχία, Πυθιόνικον τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ P. 8.5
αἰτέω σε, ὦ ἄνα, ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.5
ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (sc. ἡμεῖς) I. 6.4 οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται fr. 133. 2.b welcome esp. with modal dative or σύν c. dat. ἔνθα Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ δέξατἐλθόντ' Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν (cf. Devereux, Rh. M., 1966, 289f.) O. 3.27 Κρόνου παῖ, Οὐλυμπιονίκαν δέξαι ( δέκευ byz.) O. 4.9ὠκεανοῦ θύγατερ, ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3
σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98
ἀλλὦ Πίσας ἄλσος, τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.10
οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται (Boeckh: δέχονται codd.) P. 1.98μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (on the tense, v. Führer, Untersuchungen, 93̆{4}) P. 5.86 εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο Κίρραθεν ἐστεφανωμένον υἱὸν (sc. Ἀπόλλων) P. 8.19 “νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοις” P. 9.56Κυράναν· ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73
δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος (sc. αὐτόν) N. 4.11ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38
Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3
ἄρουραν ἅ νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.38
τοίαισιν ὁργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.15
χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Θήβα) I. 7.5 ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (Her mann: πρὶν ἔδεκτο codd.: πρὶν ἔδεκτο νεότας Bergk) I. 8.68Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.45
σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι ἐν ζαθέᾳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.5
τὸν δὲ ( Πάγασον) ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται shelter O. 13.92 met., τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (sc. αὐτούς befell) P. 4.70c winὈλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.49
ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63
στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.27
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον, Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.4
εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.51
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεσονύκτιον — of neut nom/voc/acc sg μεσονύκτιος of masc/fem acc sg μεσονύκτιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονυκτίοις — μεσονύκτιον of neut dat pl μεσονύκτιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονυκτίου — μεσονύκτιον of neut gen sg μεσονύκτιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονυκτίων — μεσονύκτιον of neut gen pl μεσονύκτιος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονυκτίῳ — μεσονύκτιον of neut dat sg μεσονύκτιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονύκτια — μεσονύκτιον of neut nom/voc/acc pl μεσονύκτιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονύκτιος — και μεσονύχτιος α, ο (ΑM μεσονύκτιος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο τής νύχτας ή που συμβαίνει κατά τα μεσάνυχτα («μεσονυκτίοις ποθ ὥραις», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσονύκτιο αρχ. 1. (το ουδ. ως χρον. επίρρ.) μεσονύκτιον… … Dictionary of Greek
ASIA Major — una ex tribus orbis partibus veteribus cognitis, reliquas duas simul acceptas magnitudine superans, in ortum maxime extensa, Indicô, Eoô, et Scythicô Oceanô, perfusa; ab Europa ad occidentem Tanai fluv. mari Euxinô, et Aegaeô separata, ab Africa… … Hofmann J. Lexicon universale
NOX — I. NOX Dies in lusu Graecorum, quem ὀςτράκου περιςτροφὴν, testae conversionem, dixêre, vide infra Testa. II. NOX ab antiquis ut Dea culta fuit: eam mulieris formâ effinxêre, nigris expansis alis, quae volare videretur. Pulchra est apud Pausaniam… … Hofmann J. Lexicon universale
μεσάνυχτα — τα 1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) επίρρ. κατά την ώρα τού μεσονυκτίου («μάς ήρθε μεσάνυχτα, ζαλισμένος μάλιστα») 2. το μέσο τής νύχτας, η 12η νυκτερινή ώρα, το μεσονύχτι («αρματωμένους καβαλλάρηδες που τα μεσάνυχτα περνούν», δημ. τραγούδι) 3. (κατ… … Dictionary of Greek
μεσήμβριον — και μεσέμβριον, τὸ (Α) η μεσημβρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεσημβρία κατά τα ουδ. σε ον (πρβλ. μεσονύκτιον)] … Dictionary of Greek