-
1 αρχηγός
-
2 ἀρχηγός
-
3 ἀρχηγός
A beginning, originating,λόγος ἀρχηγὸς κακῶν E.Hipp. 881
; primary, leading, chief,Τροίας ἀ. τιμάς Id.Tr. 196
(lyr.);δύο φλέβες ἀ. Arist.PA 666b25
.II as Subst., founder, of a tutelary hero, S.OC60; as fem., ancestral heroine, B.8.51;τοῦ γένους Isoc.3.28
, cf. D.S.5.56;τῆς πόλεως θεὸς ἀ. τίς ἐστιν Pl.Ti. 21e
; founder of a family, Arist.EN 1162a4.2 prince, chief,Δία ἀ. θεῶν B.5.179
, cf. A.Ag. 259; chief captain, leader,Ἑλλάνων Simon. 138
;Βεβρύκων Theoc.22.110
;ἀ. ἱερέων CIG6798
([place name] Dijon), cf. 2882 (Milet.).3 first cause, originator,κοπίδων Heraclit.81
;πράγματος X.HG3.3.4
, cf. Din.3.7, Isoc.12.101; (Dyme, ii B.C.);φόνου POxy. 1241 iii 35
;σωτηρίας Ep.Hebr.2.10
;Θαλῆς ὁ τῆς τοιαύτης ἀ. φιλοσοφίας Arist.Metaph. 983b20
;τῆς τέχνης Sosip.1.14
;τὸ ἀ.
the originating power,Pl.
Cra. 401d, cf. Sph. 243d; primary, fundamental,ἀρχηγὸν ἡ φωνή Phld.Po.2.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχηγός
-
4 ἀρχηγός
ἀρχηγός, οῦ, ὁ (s. entries beg. ἀρχ-; on the predilection for such forms in the Koine s. New Docs 2, 18f)① one who has a preeminent position, leader, ruler, prince (Aeschyl.+; POxy 41, 5; 6 and mostly LXX; Ar. 2, 1; Tat. 31, 1) ἀ. καὶ σωτήρ Ac 5:31 (this combin. also 2 Cl 20:5; cp. AcPh 143 [Aa II/2, 83, 10]).—τ. ζωῆς 3:15, where mng. 3 is also poss.② one who begins someth. that is first in a series, thereby providing impetus for further developments (Aristot., Metaph. 1, 3, 983b 20 of Thales ὁ τῆς τοιαύτης ἀρχηγὸς φιλοσοφίας; Aristoxenus, Fgm. 83 Ὄλυμπος ἀ. γενέσθαι τ. Ἑλληνικῆς μουσικῆς; Polyb. 5, 10, 1; Plut., Mor. 958d; 1135b; OGI 219, 26 ἀ. τοῦ γένους; Sb 8232, 12; 1 Macc 9:61; 10:47; Mi 1:13; Jos., C. Ap. 1, 130 [of Moses]) in bad sense instigator 1 Cl 14:1 ἀ. ζήλους; 51:1 ἀ. στάσεως (cp. Herodian 7, 1, 11 ἀ. τ. ἀποστάσεως).③ one who begins or originates, hence the recipient of special esteem in the Gr-Rom. world, originator, founder (Diod S 15, 81, 2 ἀ. τῆς νίκης=originator; 16, 3, 5 τῆς βασιλείας ἀ.=founder; Jos., Ant. 7, 207. Oft. of God: Pla., Tim. 21e al.; Isocr. 4, 61 τῶν ἀγαθῶν; Diod S 5, 64, 5; OGI 90, 47; SIG 711 L, 13 Apollo ἀ. τ. εὐσεβείας) ἀ. τῆς ἀφθαρσίας 2 Cl 20:5; ἀ. τῆς σωτηρίας Hb 2:10; τῆς πίστεως ἀ. 12:2.—P-GMüller, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΡΧΗΓΟΣ ’73.—EDNT. DELG s.v. ἄγω and ἄρχω B1. M-M. TW. Sv. -
5 αρχηγος
-
6 αρχηγός
ο, αρχηγίνα η1) вождь, лидер; глава; руководитель, -ница; начальник, -ца; воен, командир; главнокомандующий;αρχηγός του Γενικού Επιτελείου — начальник Генерального Штаба;
2) неодобр, главарь -
7 ἀρχηγός
{сущ., 4}1. основатель, первопричина;2. начальник, вождь, предводитель.Ссылки: Деян. 5:31; 13:15; Евр. 2:10; 12:2.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀρχηγός
-
8 αρχηγός
{сущ., 4}1. основатель, первопричина;2. начальник, вождь, предводитель.Ссылки: Деян. 5:31; 13:15; Евр. 2:10; 12:2.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αρχηγός
-
9 ἀρχηγός
1. основатель, первопричина; 2. начальник, вождь, предводитель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρχηγός
-
10 αρχηγός
[архигос] ουσ. а. вождь, начальник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρχηγός
-
11 ἀρχηγός
-οῦ + ὁ N 2 9-9-6-4-4=32 Ex 6,14; Nm 10,4; 13,2.3; 14,4 -
12 αρχηγός
[архигос] ουσ α вождь, начальник. -
13 ἀρχηγός
ἀρχ-ηγός, anfangend, veranlassend; subst., der Urheber. Bes. Ahnherr; Gründer; Anführer -
14 αρχηγός
шефшефот(πχ επιτελείου) началникотГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αρχηγός
-
15 αρχηγός
1) abandonner2) causeur3) chef4) guide -
16 αρχηγός
1) kierownik (m) rzecz.2) przewodnik (m) rzecz.3) przywódca (m) rzecz. -
17 αρχηγός
1) náčelník2) vedoucí3) vůdce -
18 αρχηγός
leaderΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αρχηγός
-
19 başbuğ
αρχηγός -
20 náčelník
αρχηγός
См. также в других словарях:
ἀρχηγός — beginning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός … Dictionary of Greek
αρχηγός — ο θηλ. αρχηγίνα 1. ο επικεφαλής, ο ηγέτης μιας ομάδας: Ορίστηκε αρχηγός του στρατού. 2. ο πρώτος μαθητής της τάξης στις στρατιωτικές σχολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχηγώ — [αρχηγός] είμαι αρχηγός, έχω την αρχηγία … Dictionary of Greek
Τελεχά, Φέζος — Αρχηγός Αλβανών ατάκτων, κυρίως Τσάμηδων, που συνεργάστηκε με τον πασά της Καρύστου Ομέρ Βρυώνη, στις αρχές της Επανάστασης του 1821. Ο Τ.Φ. πήρε μέρος στις επιχειρήσεις στην Αττική, ως αρχηγός 1.000 Αλβανών και 3.000 ανδρών του Βρυώνη … Dictionary of Greek
ἀρχηγόν — ἀρχηγός beginning masc/fem acc sg ἀρχηγός beginning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγιοστεφανίτης, Νικηφόρος — Αρχηγός της οικογένειας των Αγιοστεφανιτών, που λεγόταν και Αργυρόπουλος. Όταν οι Βυζαντινοί απελευθέρωσαν την Κρήτη από τους Άραβες, έστειλαν εκεί από την Κωνσταντινούπολη 12 αρχοντόπουλα με τις οικογένειές τους, για να ενισχύσουν το ελληνικό… … Dictionary of Greek
Αισιμήδης — Αρχηγός, μαζί με τους ναυάρχους Μεικιάδη και Ευρυβάτη, του κερκυραϊκού στόλου στη ναυμαχία εναντίον των Κορινθίων κοντά στην Κέρκυρα το 433 π.Χ. Η ναυμαχία αυτή υπήρξε μια από τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου. Α. λεγόταν και ο τελευταίος… … Dictionary of Greek
αρχιγάλλος — Αρχηγός των ιερέων της Κυβέλης (που ονομάζονταν γάλλοι) στη Ρώμη. Ο α. διοριζόταν από την πολιτεία ισόβια· ήταν υποχρεωμένος να κατοικεί στον ναό, να εποπτεύει στις θυσίες που προσφέρονταν για το καλό της πόλης προς τιμήν της Κυβέλης, η οποία στη … Dictionary of Greek
Πεδίαρχος — Αρχηγός των τοξοτών του Γέλωνα στην εισβολή του Ιμίλκωνα της Καρχηδόνας στη Σικελία. Ο Π. έντυσε ένοπλους άντρες στα λευκά και τους έστειλε να κάνουν θυσίες κοντά στο εχθρικό στρατόπεδο. Ο Ιμίλκων έσπευσε να τους μιμηθεί, αλλά οι λευκοφορεμένοι… … Dictionary of Greek
Χαρίδημος — Αρχηγός μισθοφόρων, γιος του Φιλόξενου, από τον Ωρεό της Εύβοιας (περίπου 4ος αι. π.Χ.). Αφού πολέμησε εναντίον της Αμφίπολης, υπό τις διαταγές του στρατηγού των Αθηναίων Ιφικράτη, κατόρθωσε να παραλάβει τους ομήρους της πόλης για να τους… … Dictionary of Greek