-
101 глава
[γκλαβά] οοσ. θ. αρχηγός -
102 звеньевой
[ζβιν'ιβόΐ] εκ. αρχηγός ομάδας -
103 руководитель
[ρουκαβαντίτιλ'] ουσ. α. ηγέτης αρχηγός -
104 вождь
[*][βόζτ'1 ουσ α αρχηγός, ηγέτης -
105 глава
[γκλαβά] ουσ θ αρχηγός -
106 звеньевой
[ζβιν'ιβόϊ] επ αρχηγός ομάδας -
107 руководитель
[ρουκαβαντίτιλ'] ουσ α ηγέτης αρχηγός -
108 большак
-а α.(διαλκ.)1. αρχηγός της οικογένειας, νοικοκύρης, οικοδεσπότης.2. μεγάλος δρόμος. -
109 водитель
-я α.1. οδηγός (οχημάτων).2. παλ• καθοδηγητής, αρχηγός. -
110 военачальник
-а α.στρατιωτικός διοικητής, αρχηγός. -
111 вожатый
-ого α.1. παλ. βλ. вожак.2. αρχηγός τμήματος, ομάδας πιονέρων.3. οδηγός τραμ. -
112 вождь
-я α.αρχηγός, ηγέτης• αρχιγέτης. || καθοδηγητής. -
113 главенствовать
-стую, -ствуешьκυριαρχώ, αρχηγεύω, είμαι αρχηγός, κατέχω τα πρωτεία. -
114 гроссмейстер
-а α.1. πρωταθλητής σκακιού.2. αρχηγός ιπποτικής ομάδας (ή τάγματος). -
115 домохозяин
-а α. πλθ. -лева, -лев α. (παλ.)1. νοικοκύρης, αρχηγός της οικογένειας.2. βλ. домовладелец. -
116 коновод
-
117 коноводить
1. -вожу, водишьρ.δ. αμ. είμαι ιπποκόμος, κάνω τον ιπποκόμο.-вожу, -водишьρ.δ. (απλ.) πρωτοστατώ, είμαι πρωτεργάτης, αρχηγός. -
118 лидер
-а α.1. αρχηγός, ηγέτης, καθοδηγητής•-ы социал-демократической партии ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
2. ο προπορευόμενος•лидер шахматного турнира ο προπορευόμενος στους αγώνες σκακιού.
3. προπορευόμενο (οδηγό) πλοίο•лидер эскадренных миноносцев το προπορευόμενο (οδηγό) αντιτορπιλλικό.
-
119 лидировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ. αρχηγεύω, είμαι ηγέτης, αρχηγός. -
120 матка
-и θ.1. το θηλυκό των ζώων. || η βασίλισσα των μελισσών.2. (ανατομ.) η μήτρα.3. φυτό για πολλαπλασιασμό.4. (απλ.) μάνα. || μτφ. αρχηγός, μάνα (σε μερικά παιγνίδια).5. πολεμικό σκάφος εφοδιασμού.6. (διαλκ.) πυξίδα.
См. также в других словарях:
ἀρχηγός — beginning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός … Dictionary of Greek
αρχηγός — ο θηλ. αρχηγίνα 1. ο επικεφαλής, ο ηγέτης μιας ομάδας: Ορίστηκε αρχηγός του στρατού. 2. ο πρώτος μαθητής της τάξης στις στρατιωτικές σχολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχηγώ — [αρχηγός] είμαι αρχηγός, έχω την αρχηγία … Dictionary of Greek
Τελεχά, Φέζος — Αρχηγός Αλβανών ατάκτων, κυρίως Τσάμηδων, που συνεργάστηκε με τον πασά της Καρύστου Ομέρ Βρυώνη, στις αρχές της Επανάστασης του 1821. Ο Τ.Φ. πήρε μέρος στις επιχειρήσεις στην Αττική, ως αρχηγός 1.000 Αλβανών και 3.000 ανδρών του Βρυώνη … Dictionary of Greek
ἀρχηγόν — ἀρχηγός beginning masc/fem acc sg ἀρχηγός beginning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγιοστεφανίτης, Νικηφόρος — Αρχηγός της οικογένειας των Αγιοστεφανιτών, που λεγόταν και Αργυρόπουλος. Όταν οι Βυζαντινοί απελευθέρωσαν την Κρήτη από τους Άραβες, έστειλαν εκεί από την Κωνσταντινούπολη 12 αρχοντόπουλα με τις οικογένειές τους, για να ενισχύσουν το ελληνικό… … Dictionary of Greek
Αισιμήδης — Αρχηγός, μαζί με τους ναυάρχους Μεικιάδη και Ευρυβάτη, του κερκυραϊκού στόλου στη ναυμαχία εναντίον των Κορινθίων κοντά στην Κέρκυρα το 433 π.Χ. Η ναυμαχία αυτή υπήρξε μια από τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου. Α. λεγόταν και ο τελευταίος… … Dictionary of Greek
αρχιγάλλος — Αρχηγός των ιερέων της Κυβέλης (που ονομάζονταν γάλλοι) στη Ρώμη. Ο α. διοριζόταν από την πολιτεία ισόβια· ήταν υποχρεωμένος να κατοικεί στον ναό, να εποπτεύει στις θυσίες που προσφέρονταν για το καλό της πόλης προς τιμήν της Κυβέλης, η οποία στη … Dictionary of Greek
Πεδίαρχος — Αρχηγός των τοξοτών του Γέλωνα στην εισβολή του Ιμίλκωνα της Καρχηδόνας στη Σικελία. Ο Π. έντυσε ένοπλους άντρες στα λευκά και τους έστειλε να κάνουν θυσίες κοντά στο εχθρικό στρατόπεδο. Ο Ιμίλκων έσπευσε να τους μιμηθεί, αλλά οι λευκοφορεμένοι… … Dictionary of Greek
Χαρίδημος — Αρχηγός μισθοφόρων, γιος του Φιλόξενου, από τον Ωρεό της Εύβοιας (περίπου 4ος αι. π.Χ.). Αφού πολέμησε εναντίον της Αμφίπολης, υπό τις διαταγές του στρατηγού των Αθηναίων Ιφικράτη, κατόρθωσε να παραλάβει τους ομήρους της πόλης για να τους… … Dictionary of Greek