Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀρχηγός

  • 41 ἀρχηγόν

    ἀρχηγός
    beginning: masc /fem acc sg
    ἀρχηγός
    beginning: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > ἀρχηγόν

  • 42 skipper

    ['skipə] 1. noun
    (the captain of a ship, aeroplane or team.) καπετάνιος/κυβερνήτης/αρχηγός ομάδας
    2. verb
    (to act as skipper of: Who skippered the team?) είμαι αρχηγός

    English-Greek dictionary > skipper

  • 43 главарь

    α.
    αρχηγός, καθοδηγητής•

    главарь мятежников αρχηγός στασιαστών.

    Большой русско-греческий словарь > главарь

  • 44 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 45 капитан

    α.
    1. λοχαγός•

    ротный командир, в чине капитана διοικητής λόχου με το βαθμό λοχαγού•

    капитан кавалерии ίλαρχος•

    капитан медицинской службы στρατιωτικός γιατρός με το βαθμό λοχαγού.

    2. πλοίαρχος, κυβερνήτης, καπετάνιος.
    3. (αθλτ.) αρχηγός•

    капитан футбольной команды αρχηγός ποδοσφαιρικής ομάδας.

    εκφρ.
    —лейтенант – υποπλοίαρχος капитан 1-го ранга πλοίαρχος• капитан 2-го ранга αντιπλοίαρχος• капитан 3-го ранга πλωτάρχης.

    Большой русско-греческий словарь > капитан

  • 46 отец

    отца, κλητ. παλ. отце α.
    1. πατέρας•

    отец мой! πατέρα μου!•

    родной отец πατέρας γεννήτορας (σε αντίθεση με τον θετόν)•

    приёмный отец ο θετός πατέρας, ο ψυχοπατέρας.

    || ενδιαφερόμενος σαν πατέρας.
    2. (πλθ. -цы) οι πρόγονοι, οι προπάτορες•

    наши- -цы οι προπάτορές μας.

    3. παλ. πλθ. -цы οι προεστοί οι πρόκριτοι.
    4. γενάρχης•

    Геродот – отец истории ο Ηρόδοτος είναι ο πατέρας της ιστορίας.

    || (προσφώνηση)• πατέρα.
    5. (εκκλσ.)• отец Афанасий ο πάτερ Αθανάσιος•

    святые -цы οι πατέρες της εκκλησίας•

    -цы собора οι πατέρες της συνόδου.

    || αρχηγός•

    отец семейства αρχηγός της οικογένειας, ο οικογενειάρχης.

    Большой русско-греческий словарь > отец

  • 47 σωτήρ

    σωτήρ, ῆρος, ὁ (σῴζω) one who rescues, savior, deliverer, preserver, as a title of divinities Pind., Aeschyl.+; ins, pap; TestSol 17:4. This was the epithet esp. of Asclepius, the god of healing (Ael. Aristid. 42, 4 K. ς. τῶν ὅλων; OGI 332, 9 [138–133 B.C.], s. note 8; SIG 1112, 2; 1148); Celsus compares the cult of Ascl. w. the Christian worship of the Savior (Origen, C. Cels. 3, 3). Likew. divinities in the mystery religions, like Sarapis and Isis (Σαράπιδι Ἴσιδι Σωτῆρσι: OGI 87; Sb 597 [both III B.C.]; Sb 169 [Ptolemaic times]; 596; CIG 4930b [I B.C.]), as well as Heracles (τῆς γῆς κ. τῶν ἀνθρώπων ς.: Dio Chrys. 1, 84) or Zeus (Ael. Aristid. 52 p. 608 D.: Ζεὺς ὁ ς.).—GAnrich, Das antike Mysterienwesen 1894, 47ff; GWobbermin, Religionsgesch. Studien 1896, 105ff.—In gnostic speculation: ὁ ς. = ὁ παράκλητος Iren. 1, 4, 5 (Harv. I, 38, 9). The LXX has σωτήρ as a term for God; so also ApcSed 13:6 p. 135, 29 Ja.; and so do Philo (s. MDibelius, Hdb., exc. on 2 Ti 1:10) and SibOr 1, 73; 3, 35; but ς. is not so found in EpArist, Test12Patr, or Josephus (s. ASchlatter, Wie sprach Jos. von Gott? 1910, 66).—At an early date σωτήρ was used as a title of honor for deserving pers. (s. X., Hell. 4, 4, 6, Ages. 11, 13; Plut., Arat. 53, 4; Herodian 3, 12, 2.—Ps.-Lucian, Ocyp. 78 in an address to a physician [s. θεός 4a]; JosAs 25:6 [of Joseph]; the same phrase IXanthos p. 45 no. 23, 3f, of Marcus Agrippa [I B.C.]; Jos., Vi. 244; 259 Josephus as εὐεργέτης καὶ σωτήρ of Galilee), and in ins and pap we find it predicated of high-ranking officials and of persons in private life. This is never done in our lit. But outside our lit. it is applied to personalities who are active in the world’s affairs, in order to remove them fr. the ranks of ordinary humankind and place them in a significantly higher position. For example, Epicurus is called σωτήρ by his followers (Philod.: pap, Herc. 346, 4, 19 ὑμνεῖν τὸν σωτῆρα τὸν ἡμέτερον.—ARW 18, 1930, 392–95; CJensen, Ein neuer Brief Epikurs: GGAbh. III/5, ’33, 80f). Of much greater import is the designation of the (deified) ruler as ς. (Ptolemy I Soter [323–285 B.C.] Πτολεμαῖος καὶ Βερενίκη θεοὶ Σωτῆρες: APF 5, 1913, 156, 1; see Sb 306 and oft. in later times, of Roman emperors as well [Philo, In Flacc. 74; 126, Leg. ad Gai. 22; cp. Jos., Bell. 3, 459]).—PWendland, Σωτήρ: ZNW 5, 1904, 335ff; Magie 67f; HLietzmann, Der Weltheiland 1909; WOtto, Augustus Soter: Her 45, 1910, 448–60; FDölger, Ichthys 1910, 406–22; Dssm., LO 311f (LAE 368f); ELohmeyer, Christuskult u. Kaiserkult 1919; Bousset, Kyrios Christos2 1921, 241ff; EMeyer III 392ff; E-BAllo, Les dieux sauveurs du paganisme gréco-romain: RSPT 15, 1926, 5–34; KBornhausen, Der Erlöser 1927; HLinssen, Θεος Σωτηρ, diss. Bonn 1929=Jahrb. f. Liturgiewiss. 8, 1928, 1–75; AOxé, Σωτήρ b. den Römern: WienerStud 48, 1930, 38–61; WStaerk, Soter, I ’33; II ’38. S. also GHerzog-Hauser, Soter … im altgriech. Epos ’31; ANock, s.v. εὐεργέτης.—CColpe, Die Religionsgeschichtliche Schule ’61 (critique of some of the lit. cited above); FDanker, Benefactor ’82.
    of God ὁ θεὸς ὁ σωτήρ μου (Ps 24:5; 26:9; Mi 7:7 al.) Lk 1:47. θεὸς ς. ἡμῶν 1 Ti 1:1; Jd 25. ὁ ς. ἡμῶν θεός 1 Ti 2:3; Tit 1:3; 2:10; 3:4. ς. πάντων ἀνθρώπων μάλιστα πιστῶν 1 Ti 4:10 (cp. PPetr III, 20 I, 15 [246 B.C.] πάντων σωτῆρα and s. above Heracles as τῶν ἀνθρώπων ς. and in b below Sarapis). ὁ τῶν ἀπηλπισμένων σωτήρ the Savior of those in despair 1 Cl 59:3.
    of Christ (Just., A I, 33, 7 τὸ … Ἰησοῦς … σωτὴρ τῇ Ἑλληνίδι διαλέκτῳ δηλοῖ) Lk 2:11; Ac 13:23; Phil 3:20; Dg 9:6; Ox 840, 12; 21 (restored); 30; GMary 463, lines 4, 8, 18, 22, 31; Ox 1081, 27 (SJCh 90, 4); Qua. W. ἀρχηγός Ac 5:31; 2 Cl 20:5 (ἀρχηγὸς τῆς ἀφθαρσίας). σωτὴρ τοῦ σώματος Savior of the body (i.e. of his body, the Christian community) Eph 5:23. ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου (ins; cp. WWeber, Untersuchungen zur Gesch. des Kaisers Hadrianus 1907, 225f; 222) J 4:42; 1J 4:14. ς. τῶν ἀνθρώπων (Ael. Aristid. 45, 20 K.=8 p. 90 D. calls Sarapis κηδεμόνα καὶ σωτῆρα πάντων ἀνθρώπων αὐτάρκη θεόν) GPt 4:13. ὁ ς. ἡμῶν Χρ. Ἰ. 2 Ti 1:10; ISm 7:1; w. Χρ. Ἰ. or Ἰ. Χρ. preceding Tit 1:4; 3:6; IEph 1:1; IMg ins; Pol ins. ὁ μέγας θεὸς καὶ ς. ἡμῶν Χρ. Ἱ. our great God and Savior Christ Jesus Tit 2:13 (cp. PLond III, 604b, 118 p. 80 [47 A.D.] τῷ μεγάλῳ θεῷ σωτῆρι; but the presence of καί Tit 2:13 suggests a difft. semantic aspect and may justify the rendering in NRSV mg). S. MDibelius, exc. after Tit 2:14; HWindisch, Z. Christologie der Past.: ZNW 34, ’35, 213–38.—ὁ σωτὴρ κύριος ἡμῶν Ἰ. Χρ. IPhld 9:2. ὁ ς. τῶν ψυχῶν MPol 19:2. ὁ θεὸς ἡμῶν καὶ ς. Ἰ. Χρ. 2 Pt 1:1. ὁ κύριος (ἡμῶν) καὶ ς. Ἰ. Χρ. vs. 11; 2:20; 3:18; without any name (so ὁ σωτήρ [meaning Asclep.] Ael. Aristid. 47, 1 K.=23 p. 445 D.; 66 K.=p. 462 D.; 48, 7 K.=24 p. 466 D.—Orig., C. Cels. 6, 64, 16; Hippol., Ref. 5, 8, 27) 2 Pt 3:2; AcPl Ha 8, 29 (restored: καὶ σωτῆρα). S. Loewe s.v. σωτηρία end.—Pauly-W. 2, VI 1211–21; Kl. Pauly V 289; RAC VI 54–219; DLNT 1082–84; BHHW I 430–32.—M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σωτήρ

  • 48 σωτηρία

    σωτηρία, ας, ἡ (Trag., Hdt.+)
    deliverance, preservation, w. focus on physical aspect: fr. impending death, esp. on the sea (IMaronIsis 11; Diod S 3, 40, 1 λιμὴν σωτηρίας; 2 Macc 3:32; GrBar 1:3; Philo, Mos. 1, 317; Jos., Ant. 7, 5; 183; Ar. 3, 2) Ac 27:34; Hb 11:7. Of the deliverance of the Israelites fr. Egyptian bondage (Jos., Ant. 2, 331) Ac 7:25 (διδόναι σωτηρίαν on the part of a deity: Menand., Col. Fgm. 292, 5=1, 5 Kö.). Survival of a hand punished by fire GJs 20:3. A transition to mng. 2 is found in Lk 1:71, where σωτηρία ἐξ ἐχθρῶν ἡμῶν deliverance from the hand of our enemies is expected (cp. Ps 105:10 and ApcPt Rainer ἐν σωτηρίᾳ Ἀχερουσίας λίμνης, where the ref. is to a baptism marking the beginning of life in Elysium); 1 Cl 39:9 (Job 5:4).—S. λίμνη, end.
    salvation, w. focus on transcendent aspects (LXX, Just., Iren; cp. Herm. Wr. 7, 2 [on salvation through gnosis s. GLuck, SBLSP 24, ’85, 315–20]; Ael. Aristid., Sacr. Serm. 3, 46 p. 424 Keil ἐγένετο φῶς παρὰ τῆς Ἴσιδος καὶ ἕτερα ἀμύθητα φέροντα εἰς σωτηρίαν; the Hymn to Attis in Firmicus Maternus, De Errore Prof. Relig. 22, 1 Θαρρεῖτε μύσται τοῦ θεοῦ σεσωσμένου. Ἔσται γὰρ ὑμῖν ἐκ πόνων σωτηρία [HHepding, Attis, seine Mythen u. sein Kult 1903, 167]. The Lat. ‘salus’ in the description of the Isis ceremony in Apuleius corresponds to the Gk. σωτηρία [GAnrich, Das antike Mysterienwesen 1894, 47f; Rtzst., Mysterienrel.3 39]). In our lit. this sense is found only in connection w. Jesus Christ as Savior. This salvation makes itself known and felt in the present, but it will be completely disclosed in the future. Opp. ἀπώλεια Phil 1:28 (Mel., P. 49, 356; on the probability of military metaphor s. EKrentz, in Origins and Method, JHurd Festschr., ed. BMcLean, ’93, 125f); θάνατος (cp. Damasc., Vi. Isid. 131: through Attis and the Mother of the Gods there comes ἡ ἐξ ᾅδου γεγονυῖα ἡμῶν σωτ.) 2 Cor 7:10; ὀργή 1 Th 5:9. W. ζωή 2 Cl 19:1; ζωὴ αἰώνιος IEph 18:1. σωτηρία αἰώνιος (Is 45:17) Hb 5:9; short ending of Mk; ἣ κοινὴ ἡμῶν σωτ. Jd 3 (SIG 409, 33f ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ τῆς κοινῆς σωτηρίας); σωτ. ψυχῶν salvation of souls 1 Pt 1:9 (ς. τῶν ψυχῶν Hippol., Ref. 10, 19, 3); cp. vs. 10 (ESelwyn, 1 Pt ’46, 252f). σωτηρία ἡ τῶν ἐκλεκτῶν MPol 22:1. ἡ τῶν σῳζομένων σωτ. 17:2 (ἡ ς. τῶν μετανοούντων Did., Gen. 71, 28; σωτηρία τῶν ἀγαθῶν Hippol., Ref. 7, 28, 6; ἡ τῶν ἀνθρώπων ς. Orig., C. Cels. 4, 73, 13). On κέρας σωτηρίας Lk 1:69 s. κέρας 3. σωτηρίας as objective gen. dependent upon various nouns: γνῶσις σωτηρίας Lk 1:77; ἐλπὶς σωτ. (TestJob 24:1; cp. Philemo Com. 181 οἱ θεὸν σέβοντες ἐλπίδας καλὰς ἔχουσιν εἰς σωτηρίαν) 1 Th 5:8; 2 Cl 1:7; ἔνδειξις σωτ. Phil 1:28 (opp. ἀπώλεια). τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν Eph 1:13. ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης Ac 13:26. ὁδὸς σωτηρίας way to salvation 16:17; περιποίησις σωτ. 1 Th 5:9. ἡμέρα σωτηρίας (quot. fr. Is 49:8) of the day when the apostle calls them to salvation 2 Cor 6:2ab (cp. the mystery in Apuleius, Metam. 11, 5 ‘dies salutaris’ = ‘day of initiation’). Christ is ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτ. Hb 2:10 (ἀρχηγός 3). ὁ θεὸς τῆς σωτ. μου 1 Cl 18:14 (Ps 50:16).—Used w. verbs: ἔχειν σωτηρίαν Hv 2, 2, 5; 3, 6, 1; m 10, 2, 4; 12, 3, 6. κληρονομεῖν σωτηρίαν Hb 1:14. τὴν ἑαυτοῦ σωτ. κατεργάζεσθαι Phil 2:12 (κατεργάζομαι 2). σωτηρίας τυχεῖν τῆς ἐν Χριστῷ Ἰ. 2 Ti 2:10 (τυχεῖν σωτηρίας: Diod S 11, 4, 4; 11, 9, 1). εἰς σωτηρίαν for salvation (i.e. to appropriate it for oneself or grant it to another) Ro 1:16; 10:1, 10; 2 Cor 7:10; Phil 1:19 (ἀποβαίνω 2); 2 Th 2:13; 2 Ti 3:15; 1 Pt 2:2. πόρρω … ἀπὸ τῆς σωτ. 1Cl 39:9 (Job 3:4). τὰ ἀνήκοντα εἰς σωτηρίαν the things that pertain to salvation 1 Cl 45:1; B 17:1 (cp. SIG 1157, 12f).—σωτηρία is plainly expected to be fully culminated w. the second coming of the Lord Ro 13:11; Hb 9:28; 1 Pt 1:5.—(ἡ) σωτηρία without further qualification= salvation is also found Lk 19:9 (cp. GJs 19:2); J 4:22 (ἡ σωτ. ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν); Ac 4:12 (cp. Jos., Ant. 3, 23 ἐν θεῷ εἶναι τ. σωτηρίαν αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐν ἄλλῳ); Ro 11:11; 2 Cor 1:6; Hb 2:3 (τηλικαύτη σωτ.); 6:9. ἡ σωτ. ἡμῶν 2 Cl 1:1; 17:5; B 2:10.—Christ died even for the salvation of the repentant Ninevites in the time of Jonah 1 Cl 7:7; cp. vs. 4.—σωτηρία stands by metonymy for σωτήρ (in the quot. fr. Is 49:6) τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς Ac 13:47; B 14:8. On the other hand, for a circumstance favorable for our attainment of salvation ἡγεῖσθαί τι σωτηρίαν 2 Pt 3:15.—In the three places in Rv in which σωτ. appears as part of a doxology we have a Hebraism (salvation as victory intimately associated w. God; PEllingworth, BT 34, ’83, 444f; cp. Ps 3:9 and PsSol 10:8 τοῦ κυρίου ἡ σωτηρία) 7:10; 12:10; 19:1.—LMarshall, Challenge of NT Ethics ’47, 248–66; HHaerens, Σωτήρ et σωτηρία dans la religion grecque: Studia Hellenistica 5, ’48, 57–68; FDölger, Ac 6, ’50, 257–63.—DELG s.v. σῶς. RLoewe, JTS 32, ’81, 341–68 (ins pp. 364–68). DBS XI 486–739. M-M. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σωτηρία

  • 49 ἀρχ-ηγικός

    ἀρχ-ηγικός, den ἀρχηγός betreffend, Sp.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀρχ-ηγικός

  • 50 ἀρχᾱγός

    ἀρχᾱγός, dor. = ἀρχηγός, Tragg.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀρχᾱγός

  • 51 προληπτικος

        3
        предвосхищающий

    Древнегреческо-русский словарь > προληπτικος

  • 52 глава

    1. (раздел книги, статьи) το κεφάλαιο 2. (главный, старший) о επικεφαλής, ο αρχηγός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глава

  • 53 лидер

    1. (глава, руководитель) о αρχηγός
    о ηγέτης 2 мор. το προπορευόμενο πλοίο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лидер

  • 54 флагман

    1. (командующий крупным соединением военных кораблей) о στό-λαρχος
    ο αρχηγός του στόλου, ο ναύαρχος
    2. (корабль) η ναυαρχίς/ναυαρχίδα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флагман

  • 55 атаман

    атаман
    м
    1. ὁ ἀταμάνος, ὁ ἀρχηγός (τῶν κοζάκων), ὁ ὁπλαρχηγός;
    2. (предводитель) ὁ καπετάνιος:
    \атаман разбойников ὁ ἀρχιληστής.

    Русско-новогреческий словарь > атаман

  • 56 вожак

    вожак
    м
    1. (проводник) ὁ ὁδηγός, ὁ ποδηγέτης·
    2. (в стаде) ὁ ὁδηγός κοπα-διοϋ/ ὁ μπροστόρης (в отаре)·
    3. (руководитель) ὁ ἀρχηγός, ὁ ήγέτης.

    Русско-новогреческий словарь > вожак

  • 57 вождь

    вождь
    м ὁ ἀρχηγός, ὁ ήγέτης.

    Русско-новогреческий словарь > вождь

  • 58 главарь

    главарь
    м ὁ ἀρχηγός:
    \главарь шайкн ὁ ἀρχι-συμμορίτης.

    Русско-новогреческий словарь > главарь

  • 59 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 60 государств^

    государств^
    с τό κράτος, ἡ πολιτεία, ἡ ἐπικράτεια:
    Советское \государств^ τό Σοβιετι-κό[ν] κράτος, ἡ Σοβιετική ἐπικράτεια· многонациональное \государств^ τό πολυεθνικό[ν] κράτος· глава \государств^а ὁ ἀρχηγός τοῦ κράτους.

    Русско-новогреческий словарь > государств^

См. также в других словарях:

  • ἀρχηγός — beginning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός …   Dictionary of Greek

  • αρχηγός — ο θηλ. αρχηγίνα 1. ο επικεφαλής, ο ηγέτης μιας ομάδας: Ορίστηκε αρχηγός του στρατού. 2. ο πρώτος μαθητής της τάξης στις στρατιωτικές σχολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχηγώ — [αρχηγός] είμαι αρχηγός, έχω την αρχηγία …   Dictionary of Greek

  • Τελεχά, Φέζος — Αρχηγός Αλβανών ατάκτων, κυρίως Τσάμηδων, που συνεργάστηκε με τον πασά της Καρύστου Ομέρ Βρυώνη, στις αρχές της Επανάστασης του 1821. Ο Τ.Φ. πήρε μέρος στις επιχειρήσεις στην Αττική, ως αρχηγός 1.000 Αλβανών και 3.000 ανδρών του Βρυώνη …   Dictionary of Greek

  • ἀρχηγόν — ἀρχηγός beginning masc/fem acc sg ἀρχηγός beginning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγιοστεφανίτης, Νικηφόρος — Αρχηγός της οικογένειας των Αγιοστεφανιτών, που λεγόταν και Αργυρόπουλος. Όταν οι Βυζαντινοί απελευθέρωσαν την Κρήτη από τους Άραβες, έστειλαν εκεί από την Κωνσταντινούπολη 12 αρχοντόπουλα με τις οικογένειές τους, για να ενισχύσουν το ελληνικό… …   Dictionary of Greek

  • Αισιμήδης — Αρχηγός, μαζί με τους ναυάρχους Μεικιάδη και Ευρυβάτη, του κερκυραϊκού στόλου στη ναυμαχία εναντίον των Κορινθίων κοντά στην Κέρκυρα το 433 π.Χ. Η ναυμαχία αυτή υπήρξε μια από τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου. Α. λεγόταν και ο τελευταίος… …   Dictionary of Greek

  • αρχιγάλλος — Αρχηγός των ιερέων της Κυβέλης (που ονομάζονταν γάλλοι) στη Ρώμη. Ο α. διοριζόταν από την πολιτεία ισόβια· ήταν υποχρεωμένος να κατοικεί στον ναό, να εποπτεύει στις θυσίες που προσφέρονταν για το καλό της πόλης προς τιμήν της Κυβέλης, η οποία στη …   Dictionary of Greek

  • Πεδίαρχος — Αρχηγός των τοξοτών του Γέλωνα στην εισβολή του Ιμίλκωνα της Καρχηδόνας στη Σικελία. Ο Π. έντυσε ένοπλους άντρες στα λευκά και τους έστειλε να κάνουν θυσίες κοντά στο εχθρικό στρατόπεδο. Ο Ιμίλκων έσπευσε να τους μιμηθεί, αλλά οι λευκοφορεμένοι… …   Dictionary of Greek

  • Χαρίδημος — Αρχηγός μισθοφόρων, γιος του Φιλόξενου, από τον Ωρεό της Εύβοιας (περίπου 4ος αι. π.Χ.). Αφού πολέμησε εναντίον της Αμφίπολης, υπό τις διαταγές του στρατηγού των Αθηναίων Ιφικράτη, κατόρθωσε να παραλάβει τους ομήρους της πόλης για να τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»