-
1 αρθμός
-
2 ἀρθμός
-
3 ἀρθμός
ἀρθμός (ἄρω), ὁ, Verbindung, Freundschaft, H. h. Merc. 524; Aesch. Prom. 191; ἔϑεντο μετὰ σφίσιν Ap. Rh. 2, 755.
-
4 αρθμος
ὁ союз, дружба HH., Aesch. -
5 ἀρθμός
-
6 ἀρθμός
ἀρθμός, Verbindung, Freundschaft -
7 ἀρθμός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρθμός
-
8 ἀρτύς
-
9 ἀριθμός
ἀριθμός (ἄρω, ἀρϑμός), ὁ, 1) das Aneinandergefügte, Menge, Zahl, Od. 4, 451 λέκτο δ' ἀριϑμόν, 16, 246 εἴσεαι ἀριϑμόν, 11, 449 μετ' ἀνδρῶν ἵζει ἀριϑμῷ; – Soph. Ai. 1165; in Prosa sehr gew., πολλοὶἀριϑμῷ, viel an Zahl, Her. 3, 6; οὐδὲ ἓν ἀριϑμῷ 3, 6; πλείους τὸν ἀριϑμόν Plat. Conv. 190 d; Xen. Hell. 3, 4, 13; Arist. oft, rhet. ad Alex. 1 τοσαῠτα ἀριϑμῷ; ib. 2 ἑπτὰ τὸν ἀριϑμόν; κατ' ἀριϑμόν, ἐς ἀριϑμόν Her. 7, 60. 97; das Zahlensystem, Plat. Gorg. 147 e; die Zahlenkunst, καὶ λογισμός Phaedr. 274 c; Maaß, σώματος Legg. II, 668 d; ὁδοῠ Xen. An. 2, 2, 6. – 2) Zählung, ἀριϑμὸν ποιέεσϑαι τῆς στρατιῆς Her. 7, 59; τῶν νεῶν 8, 7; ποιεῖν, Zählung, Musterung halten, Xen. An. 1, 2, 9. 7, 1, 7; τὸν ἀριϑμὸν λαμβάνειν Timocl. com. Ath. VII, 245 b; ἐς ἀριϑμὸν ἐλϑεῖν, sich zählen lassen, Thuc. 2, 72; ἐν ἀριϑμῷ εἶναι, mitgezählt werden, d. i. in Achtung stehen, u. häufiger ἐν οὐδενὶ ἀριϑμῷεἶναι, unbeachtet, verachtet sein, Sp.; ἔσχατοι εἰς τὸν ἀριϑμόν Men. bei Stob. fl. 121, 11; οὔτ' ἐν λόγῳ οὔμ' ἐν ἀριϑμῷ orac. bei Schol. Theocr. 14, 48; vgl. Callim. 9 (V, 6). – 3) Vollzähligkeit, ἅπαντας τοὺς ἀριϑμοὺς περιλαβών, in jeder Hinsicht alles umfassend, Isocr. 11, 16; ὁ πᾶς ἀρ., die Gesammtsumme, Thuc. 2, 7; πάντες ἀριϑμοὶ τοῠ καϑήκοντος, der Inbegriff aller Pflichten, M. Anton. 3, 1. – 4) Zahl, im Ggstz des inneren Gehaltes, ταῠτ' οὐκ ἀριϑμός ἐστι λόγων, ἀλλ' ἔργα δεινά, nicht leere Worte, Soph. O. C. 383; vgl. Eur. Tr. 476 Bacch. 209; Ion. 1014 οὐκ ἀριϑμὸν ἄλλως, ἀλλ' ὑπερτάτους Φρυγῶν; dah. auch ein Mensch ohne Werth so heißt, Ar. Nubb. 1204, eine Null; vgl. Hor. Ep. 1, 2, 27 nos numerus sumus.
-
10 ἀρθμέω
ἀρθμέω ( ἀρϑμός), zusammenfügen, verbinden; pass. einträchtig sein, ἀρϑμηϑέντες Ap. Rh. 1, 1344; in ders. Bdtg das activ. Hom. Il. 7, 302 ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρϑμήσαντε.
-
11 αρθμού
ἀ̱ρθμοῦ, ἀρθμέωto be united: imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)ἀρθμέωto be united: pres imperat mp 2nd sg (attic)ἀρθμέωto be united: imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)ἀρθμόςa bond: masc gen sg -
12 ἀρθμοῦ
ἀ̱ρθμοῦ, ἀρθμέωto be united: imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)ἀρθμέωto be united: pres imperat mp 2nd sg (attic)ἀρθμέωto be united: imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)ἀρθμόςa bond: masc gen sg -
13 αρθμώ
-
14 ἀρθμῷ
-
15 αρθμώι
-
16 ἀρθμῶι
-
17 αρθμόν
-
18 ἀρθμόν
-
19 ἀρτύς
ἀρτύς· σύνταξις, Hsch.; cf. ἀρτύν· φιλίαν καὶ σύμβασιν ἢ κρίσιν, Id. (cf. ἀραρίσκω, ἀρθμός). -
20 ἀρθμέω
ἀρθμέω ( ἀρθμός, root ἀρ), aor. part. du. ἀρθμήσαντε: form a bond, be bound together in friendship, Il. 7.302†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀρθμέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αρθμός — ἀρθμός, ο (Α) [αραρίσκω] δεσμός, συμμαχία, φιλία … Dictionary of Greek
ἀρθμός — a bond masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθμῷ — ἀρθμός a bond masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθμόν — ἀρθμός a bond masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
орудие — Судя по окончанию ие, заимств. из цслав., укр. оруда работа, труд , др. русск. орудиɪе дело; судебное дело; работа; орудие, оружие (Смол. грам. 1229 г.; см. Напьерский 438, 442 = тяжа); ср. тяжу урядити (там же), орудовати действовать , ст. слав … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ряд — род. п. а, укр. ряд, др. русск. рядъ, ст. слав. рѩдъ τάξις, διαδοχή (Супр.), болг. ред(ът) ряд, порядок, строка , сербохорв. ре̑д ряд , словен. rȇd, род. п. а порядок, ряд, ярус , чеш. řad порядок, класс (бот.); строй , слвц. rad, польск. rząd … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ярмо — ярем – то же (Пушкин), укр. ярмо, ярем, др. русск., ст. слав. ѩрьмъ ζυγόν (Супр.), болг. ярем, сербохорв. jарам, словен. jarǝm, чеш. jařmo, слвц. jarmo, польск. jarzmo, кашуб. jiřmø. Праслав., по видимому, *аrьmо; ср. польск. kojarzyc связывать … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
NUMERI — I. NUMERI a Minerva inventi, ut olim creditum: Unde Romanis lex scripta, ut qui Maximus Praetor esset, clavum iuxta huius Deae simulacrum, in Capitolio, pangeret, quo numerus annorum inde cognosceretur, Liv. l. 7. c. 3. Numeriae vero Deae, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
άρθμιος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Πυθώνακτα. Προσπάθησε να εξαγοράσει Έλληνες με περσικά χρήματα, την εποχή των περσικών πολέμων, και χαρακτηρίστηκε προδότης από το συμμαχικό συνέδριο της Ισθμίας. * * * ἄρθμιος, α, ον (Α) [αρθμός] 1. ενωμένος με… … Dictionary of Greek
αραρίσκω — ἀραρίσκω (Α) Ι. 1. συνδέω, ταιριάζω μαζί 2. συναρμολογώ, κατασκευάζω 3. εξαρτύω, εξοπλίζω, εφοδιάζω 4. παρασκευάζω, ετοιμάζω 5. κάνω κάτι σύμφωνα με την προτίμηση κάποιου 6. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος, έτοιμος, ευχάριστος II. (μτχ.) ἀρηρώς κ.… … Dictionary of Greek