Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀρείφατος

См. также в других словарях:

  • αρείφατος — ἀρείφατος κ. ιων. ἀρηΐφατος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, που σκοτώθηκε στον πόλεμο 2. πολεμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + φατος < *φατός < θείνω] …   Dictionary of Greek

  • Ἀρείφατος — slain by Ares masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρείφατος — slain by Ares masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρείφατον — Ἀρείφατος slain by Ares masc/fem acc sg Ἀρείφατος slain by Ares neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρείφατον — ἀρείφατος slain by Ares masc/fem acc sg ἀρείφατος slain by Ares neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρειφάτων — Ἀρείφατος slain by Ares masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρειφάτων — ἀρείφατος slain by Ares masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρείφατοι — Ἀρείφατος slain by Ares masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρείφατοι — ἀρείφατος slain by Ares masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρειθύσανος — ἀρειθύσανος, ο (Α) ο θύσανος του Αρη (λέξη που αναφέρεται σε γενναίο και δοκιμασμένο πολεμιστή). [ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + θύσανος (πρβλ. αρείφατος)] …   Dictionary of Greek

  • ἀρηιφάτοισιν — ἀρηϊφάτοισιν , ἀρείφατος slain by Ares masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»