-
1 ἀπατεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατεύω
-
2 ἀπατεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατεών
-
3 ἀπάτη
ἀπᾰτ-η, ἡ,A trick, fraud, deceit,νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Il.2.114
, cf. 4.168: in pl., wiles, οὐκ ἄρ' ἔμελλες.. λήξειν ἀπατάων, says Athena to Ulysses, Od.13.294, cf. Il.15.31;σκολιαὶ ἀπάται Pi.Fr. 213
.2 guile, treachery,ἄταν ἀπάτᾳ μεταγνούς A.Supp. 111
, cf. S.OC 230; , cf. Pers.93;ἀ. ἐρώτων S.Ant. 617
;διαβολὴ καὶ ἀ. Antipho 6.7
, etc.; ἀ. εὐπρεπής, opp. βία ἐμφανής, Th.4.86;ἢ βίᾳ ἢ ἀπάτῃ 2.39
; ἀ. λεχέων a being cheated out of the marriage, S.Ant. 630; ἄνευ δόλου καὶ ἀπάτης 'without fraud or covin', Hdt.1.69;μετὰ σκότους καὶ ἀ. Pl.Lg. 864c
.3 Ἀπάτη, personified, Hes. Th. 224, Luc.Merc.Cond.42.II beguiling of time, pastime (not [dialect] Att., Moer.65), Plb.4.20.5;ψυχῆς Dicaearch.1.1
;ψυχαγωγίαι καὶ ἀπάται τῆς πόλεως D.Chr.32.5
. -
4 ἀπατήλιος
A guileful, wily, ἀπατήλια εἰδώς skilled in wiles, Od.14.288; ἀ. βάζειν ib. 127; of a person, Nonn.D.46.10, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατήλιος
-
5 ἀπατηλογεῖν
A gloss on γελγιθεύειν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατηλογεῖν
-
6 ἀπατηλός
A = ἀπατήλιος, Il.1.526;κόσμος Parm.8.52
;λόγου στόλος Emp.17.26
;δέσποινα X.Oec.1.20
;κακοῦργος καὶ ἀπατηλή Pl.Grg. 465b
;ἀ. λόγος Id.Lg. 892d
;τὸ ἀ. ἐν λόγοις Id.Cra. 407e
;σκιαγραφία ἀ.
producing illusion,Id.
Criti. 107d;στρατηγός App.BC1.112
([comp] Sup.); also, deceptive, opp. γνήσιος, Eus. Mynd.63. Adv.- λῶς Iamb.Myst.3.26
, Poll.9.135.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατηλός
-
7 ἀπάτημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπάτημα
-
8 ἀπατήμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατήμων
-
9 ἀπατήνωρ
II epith. of Dionysus, Call.Fr.36P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατήνωρ
-
10 ἀπάτησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπάτησις
-
11 ἀπατητής
A deceiver, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατητής
-
12 ἀπατητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατητικός
-
13 ἠπεροπεύς
Grammatical information: m.Derivatives: With ἠπεροπεύω, only present-stem `cheat, deceive' (Hom., Hes.) with ἠπεροπευτής (only voc. - τά Γ 39 = Ν 768, h. Merc. 282 u. a.; on the formation Fraenkel Nom. ag. 1, 20f., 2, 34) and ἠπερόπευμα (Critias).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Because of the rarity of the attestations one is prepared to accept, with Boßhardt Die Nomina auf - ευς 26 that ἠπεροπεύς is a retrograde deriv. of ἠπεροπεύω. Basic *ἠπερ-οψ, *ἠπερ-οπός, -ή has got many explanations: Skt. ápara- `more behind, other' (Curtius 263, Prellwitz BB 22, 112); Lat. săpiō (Solmsen KZ 42, 233 n. 1); Gr. ἤπιος (L. Meyer 1, 609); ἀπάτη (Kuiper Glotta 21, 283f.; vgl. s. v.). Kuiper's connection with ἀπατ-άω is most attractive. There is no good IE etymology, so a loan, i.e. a Pre-Greek word, is quite possible (thus DELG).Page in Frisk: 1,640Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἠπεροπεύς
См. также в других словарях:
λυμεών — ο (AM λυμεών, ῶνος) 1. καταστροφέας, αφανιστής, εξολοθρευτής («σκύλακας... λυμεῶνας τῶν ποιμνίων», Ιουλ.) 2. διαφθορέας, εκμεταλλευτής («οι λυμεώνες τής κοινωνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύμη «καταστροφή, όλεθρος» + κατάλ. εών (πρβλ. απατ εών)] … Dictionary of Greek
σιωπηλός — ή, ό / σιωπηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν μιλά, που τηρεί σιωπή, σιγηλός 2. αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη φλυαρία, λιγομίλητος νεοελλ. φρ. α) «σιωπηλή μετάλλαξη» βιολ. μετάλλαξη που δεν μεταβάλλει τη λειτουργία τού γονιδίου και δεν … Dictionary of Greek
τρυφηλός — ή, ό / τρυφηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις 2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος») αρχ. μαλακός, τρυφερός. επίρρ...… … Dictionary of Greek
χαμηλός — ή, ό / χαμηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χαμ(π)λός, ή, ό, Ν, και χαμαλός, ή, όν, Α 1. αυτός που αναπτύσσεται χάμω, κοντά στο έδαφος 2. αυτός που έχει μικρό ύψος, βραχύς, κοντός νεοελλ. 1. ο κάτω τής κανονικής και συνήθους στάθμης («χαμηλή… … Dictionary of Greek