-
1 απροθυμως
(ῡ) не имея желания, неохотно Plat.ἀ. ἔχειν Plut. — быть настроенным против, не соглашаться
-
2 οκνηρως
1) медлительно, вяло(συσκευάζεσθαι Xen.)
2) нерешительно, робко(προσιέναι Xen.; ὀ. καὴ ἀπροθύμως Plut.)
См. также в других словарях:
ἀπροθύμως — ἀπροθύ̱μως , ἀπρόθυμος unready adverbial ἀπροθύ̱μως , ἀπρόθυμος unready masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)