-
1 нехотя
нехотянареч ἀπρόθυμα, ἀπροθύμως, μέ τό ζόρι, μέ τό στανιό:\нехотя есть τρώγω ἀνόρεχτα· \нехотя делать что́-л. κάνω κάτι μέ τό στανιό.
См. также в других словарях:
ἀπροθύμως — ἀπροθύ̱μως , ἀπρόθυμος unready adverbial ἀπροθύ̱μως , ἀπρόθυμος unready masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)