-
61 ἀποτακτῖται
ἀπο-τακτῖται, οἱ, name of a heretical sect, Anatolian Studies p.86 (iv/v A.D.):— [suff] ἀπο-τισταί ([etym.] - τῆρες) is f.l. in Jul.Or.7.224b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτακτῖται
-
62 ἀποταμία
ἀπο-τᾰμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποταμία
-
63 ἀποτμήγω
2 cut off, sever,χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας 11.146
; ; κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι plough the hill-sides, Il.16.390:— [voice] Pass.,μοῦνοι ἀποτμηγέντες A.R.4.1052
: c. gen.,τοῦ ἑνός Dam.Pr. 34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτμήγω
-
64 ἀποτρώγω
Aἀπέτρᾰγον Ph.1.224
, Gal.6.864, D.L.9.27:— bite or nibble off,πτόρθους Eup.14
;τὸ ἱππομανὲς ἀ. Arist.HA 605a4
;γλῶτταν Ph.
l.c., cf. Gal. l.c.: metaph.,μισθοὺς ἀ. Ar.Ra. 367
, cf. Men.303; ἀ. τὸ ἀπορηθέν 'gulp down', 'bolt' the difficulty, i.e. pass it by without trying to get at the heart of the matter, Arist.Metaph. 1001a2.2 c. gen., nibble at,πόης Babr.46.6
: metaph., τᾶς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις, i.e. you don't gobble your swathe, Theoc.10.6 [suff] ἀπό-τρωκτος, ον, bitten off: metaph., with the end cut off by apocope, e.g. ἄλφι for ἄλφιτον, Hsch. and Suid. s.v. ἄλφι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτρώγω
-
65 ἀπόφευξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόφευξις
-
66 ἀποχειροβίοτος
A living by the work of one's hands, Hdt.3.42,X.Cyr.8.3.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποχειροβίοτος
-
67 ἀποχειροτονέω
A vote by show of hands away from; and so,II reject as unfit,ἀ. τινὰ ἀπὸ τῆς τῶν ἐφήβων ἐπιμελείας Din.3.15
, cf. Arist. Ath.49.1;αὑτὸν ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Nic.8
: metaph., ἀ.τῆς ἡδονῆς τὸν ἄνδρα you vote his poetry devoid of sweetness, Max.Tyr.23.5.3 abrogate, annul,τὰς συνθήκας D.23.172
:— [voice] Pass., of laws, Id.24.21; of a peace, to be rejected,ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Ar. Pax 668
.III ἀ. μὴ φίλι' εἶναι.. vote that a thing is not.., D.24.12;μὴ μισθοῦν τοὺς οἴκους Is.6.37
; ἀ. τῶν δικαστῶν ἁς οὐδὲν αὐτοῖς προσῆκεν ib.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποχειροτονέω
-
68 ἀποψύχω
ἀπο-ψύχω [ῡ]:—[voice] Pass., [tense] aor. ἀπεψύχθην and ἀπεψύχην [ῠ], v. infr., also ἀπεψύγην [ῠ] Hld.2.3:—A leave off breathing, faint, swoon,τὸν δὲ.. εἷλεν ἀποψύχοντα Od.24.348
;ἀ. ἀπὸ φόβου Ev.Luc.21.26
.2 c. acc., ἀπέψυξεν βίον breathed out life, S.Aj. 1031;πνεῦμα AP12.72
(Mel.): abs., expire, die, Th.1.134, cf. LXX4 Ma.15.17, D.C. 43.11,al.; λεπτὸν ἀ. faintly breathing out his life, Bion 1.9:—also [voice] Pass.,ἀποψύχεται Hp. Morb.1.19
: [tense] aor. 2 .II cool, chill,ὄψα Sosip. 54
:—[voice] Pass. or [voice] Med., to be cooled, Hom. only in phrase ἱδρῶ ἀπεψύχοντο χιτώνων στάντε ποτὶ πνοιήν they got the sweat dried off their tunics, Il.11.621; ἱδρῶ ἀποψυχθείς (by bathing) 21.561 (also in [voice] Act.,ἱδρῶ ἀποψύχοντε Orph.A. 1091
): generally, grow cold, Thphr. HP4.7.3, etc.: metaph., ἀπεψυγμένοι πρὸς τὸ μέλλον cold and indifferent as to.., Arist.Rh. 1383a4; shivering with terror,Arr.
Epict. 4.1.145, cf. Alciphr.2.2; but, to be refreshed, Phryn.PSp.27 B.2 impers., ἀποψύχει it grows cool,ἐπειδὰν ἀποψύχῃ Pl.Phdr. 242a
, ap. Phryn.PSp.45 B., sed leg. ἀποψυχῇ ([tense] aor. 2 [voice] Pass.).III ἀποψύχειν· ἀποπατεῖν, ἀφοδεύειν, Hsch.; cf. ἀπόψυγμα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποψύχω
-
69 ἄποκρισις
2 Medic., excretion or secretion,γονῆς Hp.Genit.2
,σιτίων Vict.4.93
, cf. Arist.HA 582a4, Pr. 878a23, etc.; ἀ.σπερματική, περιττωματική, PA 681b35;σπέρματος Epicur.Nat.Herc.908.3
.3ἀ. νοσηρή
exhalation, miasma,Hp.
Nat.Hom.9.II (from [voice] Med.) decision, answer, first in Thgn.1167, cf. Hdt.1.49, 5.50 codd. ( ὑπόκρισις edd.), Hp.Decent. 3, Steril.213, E.Fr. 977;ἀ. πρὸς τὸ ἐρώτημα Th. 3.60
, cf. X.Hier.1.35.3 rescript, Procop. Pers.2.23; = responsum, Gloss.4 embassy, commission, Chor. in Rev.Phil.1.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄποκρισις
-
70 ἀποδρύφω
ἀπο - δρύφω, aor. ἀπέδρυψε, subj. ἀποδρύψωσι, aor. pass. 3 pl. ἀπέδρυφθεν: tear off, strip off; πρὸς πέτρῃσιν ἀπὸ χειρῶν ῥῖνοὶ ἀπέδρυφθεν, Od. 5.435; ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων, ‘tear him,’ i. e. abrade the skin, Il. 23.187, Il. 24.21.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποδρύφω
-
71 ἀποξύω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποξύω
-
72 ἀποσταδόν
ἀπο-σταδόν and ἀπο-σταδά ( ἵστημι): adv., standing at a distance, Il. 15.556 and Od. 6.143, 146.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποσταδόν
-
73 ἀποστρέφω
ἀπο-στρέφω, fut. ἀποστρέψεις, part. - οντας, aor. iter. ἀποστρέψασκε, subj. ἀποστρέψῃσιν, opt. - ειεν, part. ἀπο- στρέψᾶς: turn or twist back or about, reversing a former direction; ( λᾶαν) ἀποστρέψασκε κραταιίς, the stone of Sisyphus, Od. 11.597 ; πόδας καὶ χεῖρας, i. e. so as to tie them behind the back, Od. 22.173; ‘recall,’ ‘order a retreat,’ Il. 10.355.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποστρέφω
-
74 ἀποβιάομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβιάομαι
-
75 ἀπόβλεμμα
A steadfast gaze, Phryn.Com.75.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόβλεμμα
-
76 ἀποβλεπτέον
A one must consider, Gal.11.407.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβλεπτέον
-
77 ἀπόβλεπτος
ἀπό-βλεπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόβλεπτος
-
78 ἀπόβλεψις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόβλεψις
-
79 ἀπόβλημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόβλημα
-
80 ἀποβλήσιμος
ἀπο-βλήσιμος, ον,A fit to be cast away, CPHerm.119rvi5 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβλήσιμος
См. также в других словарях:
ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπό — ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)