-
81 ἀπόβλησις
A outpouring; μέθης ἀ., of exclamations uttered in liquor, Eust.1767.59.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόβλησις
-
82 ἀποβλητέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβλητέος
-
83 ἀποβλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβλητικός
-
84 ἀπόβλητος
A to be thrown away or aside, as worthless, ; ;γίγαρτον Simon.88
, etc., cf. Hp.Ep.10 and late Prose, as Ph.2.294, Luc.Tox. 37, Plu.2.821a, Plot.6.7.31, Procop.Arc.11.2 capable of being thrown off, Iamb.l.c.; capable of being lost, D.L.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόβλητος
-
85 ἀποβλύζω
II intr., flow forth,πηγαὶ ἀ. τῶν ὀρῶν Philostr.Im.1.9
, cf. Procop.Aed.2.2,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβλύζω
-
86 ἀποβλυστάνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβλυστάνω
-
87 ἀποβλύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβλύω
-
88 ἀποβοσκέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβοσκέω
-
89 ἀποβόσκομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβόσκομαι
-
90 ἀπόβρεγμα
A infusion, Agatharch.61, Str.16.4.17, Dsc.4.81, Aret.CA1.1, Plu.2.614b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόβρεγμα
-
91 ἀπόβρεξις
A moistening, Aq., Sm.Nu.6.3, Gal.6.652.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόβρεξις
-
92 ἀποβρέχω
A steep well, soak, Thphr.CP2.5.5, IG4.955.9 (Epid.): metaph.,τὴν γλῶσσαν εἰς νοῦν ἀ. Zeno Stoic.1.67
, cf. Suid. s.v. Ἀριστοτέλης:—[voice] Pass., [tense] aor. part.- βρεχθείς Thphr.HP
5.9.5;- βραχείς Dsc.1.110
: metaph.,ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.VA7.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβρέχω
-
93 ἀπογνώσιμος
ἀπο-γνώσιμος, ον,A desperate, of errors of conduct, Phld.Lib. p.22 O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπογνώσιμος
-
94 ἀπόγνωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόγνωσις
-
95 ἀπογνωστέον
2 one mustreject the view, Plot.4.9.2: c.gen.,Simp.in Ph.610.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπογνωστέον
-
96 ἀπογνωστής
A desperate man, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπογνωστής
-
97 ἀπογνωστικῶς
ἀπο-γνωστικῶς, Adv.A in a desperate way, as in a hopeless case,Arr.Epict.3.1.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπογνωστικῶς
-
98 ἀπογομή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπογομή
-
99 ἀπογομόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπογομόω
-
100 ἀποδίωγμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδίωγμα
См. также в других словарях:
ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπό — ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)