-
1 ἀπο-τάσσω
ἀπο-τάσσω, abgesondert aufstellen, τὰς φυλακάς Pol. 6, 35, 3; vertheilen, anweisen, χώραν τινί Plat. Theaet. 153 e; pass. bes. von Soldaten, detachirt werden, Xen. Hell. 5, 2, 30; ἐν τοῖς φρουρίοις ἀποτεταγμένοι Dem. 18. 37; vgl. Pol. 10, 16, 3. 18, 9; ἀρχὴ ἀποτεταγμένη Arist. pol. 6, 8. – Med., eine Sache aufgeben, ihr entsagen, τινί, vgl. Lob. zu Phryn. p. 24; N. T.
-
2 προ-απο-τάσσω
προ-απο-τάσσω, att. - ττω, vorher ab- oder wegstellen, Philo.
-
3 τάσσω
A , etc.: [tense] aor. , etc.: [tense] pf.τέτᾰχα X.Oec.4.5
, ([etym.] συν-) Pl.Lg. 625c: [tense] plpf.ἐτετάχει Plb.5.65.7
:—[voice] Med., [tense] fut. τάξομαι (in pass. sense) LXX Ex.29.43: [tense] aor.ἐταξάμην Hdt.3.13
, Th.2.83, etc.:— [voice] Pass., [tense] fut.ταχθήσομαι D.S.11.41
, ([etym.] ἐπι-) Th.1.140, etc.; later τᾰγήσομαι ([etym.] ἐν-) Orib.8.1, ([etym.] ὑπο-) 1 Ep.Cor.15.28; 3fut. , Th.5.71, Ar.Av. 637: [tense] aor. , etc.; later ἐτάγην [ᾰ] SIG708.9 (Istropolis, ii B.C.), Plu.2.965e, Perict. ap. Stob.4.25.50, etc.: [tense] pf.τέταγμαι Pi.O.2.30
, etc.; [ per.] 3pl.τετάχαται Th.3.13
, ([etym.] ἀντι-) X. An.4.8.5: [ per.] 3pl. [tense] plpf.ἐτετάχατο Th.5.6
, 7.4:—draw up in order of battle, form, array, marshal, both of troops and ships,τὴν στρατιήν Hdt.1.191
;τοὺς ὁπλίτας Th.4.9
;νεῶν στῖφος ἐν στίχοις τρισίν A.Pers. 366
;πολεμίων στίχας E.Heracl. 676
;τ. εἰς μάχην στρατιάν X.Cyr.1.6.43
: abs., Isoc.18.47:—[voice] Pass., to be drawn up,ἐς μάχην Hdt.1.80
;οὐδένα κόσμον ταχθέντες Id.9.69
; ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι in four lines, X. An.1.2.15; ἐπὶ μιᾶς, of ships, Id.HG1.6.29;ἐπὶ κέρως Eub.67.4
; κατὰ μίαν ναῦν τεταγμένοι in line, Th.2.84; ἐπὶ ὀκτώ, of troops, Id.6.67: abs., τεταγμένοι in rank and file, Id.2.81 (so metaph., τὸ ἐν τῷ τεταγμένῳ ὄν the rank and file, opp. Senators and Equites, D.C.49.12); στράτευμα τεταγμένον, opp. ἄτακτον, X.Mem.3.1.7:—[voice] Med., fall in, form in order of battle, freq. in Th., 1.48, 4.11, etc.;ὡς ἐς μάχην 2.20
; ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν formed in a circle, ib.83, cf. 3.78; ; (but in 2.90 trans., ἐπὶ τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς having drawn up their ships in four lines, cf. E.Heracl. 664).2 post, station,τὰς καμήλους ἀντία τῆς ἵππου Hdt.1.80
, cf. E.Ph. 749; τινὰς ἐπί τινας one group against another, X.Cyr.2.1.9 (but τ. τινὰ ἐπὶ τοὺς ἱππέας set him over them, to command them, Id.HG3.4.20); ἑαυτὸν ὑμῖν τάξαι παρέσχεν for enrolment, Lys.31.9, cf. Lycurg.43:—[voice] Pass., to be posted or stationed,τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο Hdt.1.84
, cf.A.Pers. 381;ἐς τὸ ὄρος Hdt.7.212
; but ἐς τὸ πεζόν or ἐς π. τετάχθαι to serve among the infantry, ib.21,81; ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν -θέντες ib. 203: c. gen., τῆς πρώτης τάξεως (or simply τῆς πρώτης)τεταγμένος Lys.14.11
, 16.15: c. acc. cogn.,τάξιν τινὰ ταχθῆναι Pl.Phdr. 247a
, etc.;δεξιὸν τεταγμένους κέρας E.Supp. 657
: freq. folld. by Preps. (cf. infr. 11.1, etc.), ταχθῆναι or τετάχθαι ἐπί τινα or τινας against another, Th.3.78, etc.; ἐπί τινι or τισι A.Th. 448, Th.2.70, 3.13, etc.; also, to be posted at a place, (anap.); ἐπ' εὐωνύμῳ κέρατι on the left wing, X.Oec.4.19;ἐπὶ τοῦ λαιοῦ κέρως Plb.1.34.4
; τ. κατά τινα over against.., Hdt.8.85, X.An.2.3.19; τ. μετά τινα behind him.., Id.HG7.2.4 (soἐπί τινι Id.Lac.13.7
); μετά τινος with him, by his side, Plb.2.67.2, etc., cf. Th.2.63;σύν τινι X.An.3.2.17
, etc.;παρὰ τὸν ποταμόν Hdt.9.15
; περὶ τὸ Ἥραιον ib.69;ἀμφὶ τὴν Κέον Id.8.76
.II appoint to any service, military or civil, the latter being metaph. from the former,ἄρχοντας X.HG7.1.24
; τινὰ ἐπί τινι Id.Cyr.8.6.17, D.17.20, etc.;ἐπὶ τὰς πράξεις Isoc.5.151
, cf. Pl.Ly. 209b, etc.;ἀξιῶ σε τάξαι με ἐπί τινος PCair.Zen.447.3
(iii B.C.): also τ. ἑαυτὸν ἐπί τι undertake a task, Pl.R. 371c, D.8.71, etc.;πρός τι X. Mem.2.4.6
:—[voice] Pass.,οἱ τεταγμένοι βραβῆς S.El. 709
, cf. 759;πρέσβεις ταχθέντες D.19.69
; τετάχθαι ἐπί τινι to be appointed to a service, Hdt. 1.191, 2.38, A.Pers. 298, E. Ion 1040, X.Cyr.4.6.1; , X.Cyr.1.4.24, etc.; alsoἐπί τινος Hdt.5.109
( ἐπ' οὗ, v.l. ὅκου), D.10.46;τὸν ἐπὶ τῆς σφαγῆς τεταγμένον Plu.Cleom.38
, cf. Plb.3.12.5; ὁ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος secretary, Id.15.27.7; οἱ πρὸς ταῖς φυλακαῖς (tolls) τετ. PCair.Zen.31.15 (iii B.C.).2 c. acc. et inf., appoint or order one to do or be,τάττετ' ἐμὲ ἡγεῖσθαι X.An.3.1.25
, cf. Cyr.7.3.1, Hdt.3.25, S.OC 639, E.Hec. 223, etc.:—[voice] Pass.,μοῖρα ἡ ταχθεῖσα.. φρουρέειν Hdt.4.133
, cf. 8.13, A.Eu. 279, 639, etc.;τασσόμενος πορεύεσθαι X.Cyr.4.5.11
, etc.; τοῦτο τετάγμεθα (sc. ποιεῖν) E.Alc.49; alsoτεταγμένος κίοι A.Supp. 504
; ὁ ἐπ' Αἴγυπτον ταχθείς (sc. κῆρυξ) ordered to Egypt, Hdt.3.62, cf. 68, 6.48.3 also τ. τινί c. inf., Id.2.124, X.Cyr.1.5.5, etc.: impers., ἴωμεν.., ἵν' ἡμῖν τέτακται (sc. ἰέναι) S.Ph. 1181 (lyr.);οἷς ἐτέτακτο παραβοηθεῖν Th.3.22
;τοῖς δὲ ἕπεσθαι τέτακται X.Lac.11.6
: also with inf. omitted, κόσμον φυλάσσουσ' ὅντιν' ἂν τάξῃ πόλις (sc. φυλάσσειν) E.Supp. 245, cf. 460, Hel. 1390, etc.4 assign to a duty or class of dutiful persons,ἐν πᾶσιν ἐμαυτὸν ἔταττον D.18.221
; εἰς ὑπηρετικὴν αὑτοὺς τ. Pl.Plt. 289e;πρός τινας τάξαι αὑτόν Din.3.18
;σὺν ἐμοὶ τ. σεαυτήν D.H.8.47
;τ. ἐμαυτὸν εἰς τάξιν τινά X.Mem.2.8
; τινὰς εἰς τοὺς ἀρχικούς ib.7; εἰς τὴν δουλείαν ἐμαυτόν ib.11; τ. ἑαυτόν τινων εἶναι range oneself with.., D. 19.302:—[voice] Pass., πρὸς τὴν ξυμμαχίαν ταχθῆναι to join it, Th.3.86.III c. acc. rei, place in a certain order or relative position, χωρὶς ἑκάτερα τ. Hdt.7.36; τίνα μέσον τάξω λόγον; E.El. 908; πρῶτον καὶ τελευταῖον τὸ κάλλιστον τ. X.Mem.3.1.9;τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα ἐναντία τάττειν τοῖς πολεμίοις Id.Cyr.3.3.45
;τοὺς πόδας [τοῦ ἐμβρύου] κατ' εὐθὺ τοῦ στομίου τῆς ὑστέρας τάσσειν Sor.2.60
; ; τάξας.. ἀπὸ μὲν δύσεως μίαν θυρίδα φωτὸς ἕνεκεν ib.14.6.6; [κηρίας] τὴν μεσότητα τάσσειν ὑπὸ τὸ γένειον PMed.Lond.155ii 29
, cf. Sor.Fasc.25. al.;εἰς ταὐτὸ τ. τὴν εὐτυχίαν τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.EN 1099b7
; Λυδοὺς.. πρὸς ἅπαντας range over against, Pl.Plt. 262e;τὴν σοφιστικὴν περὶ τὸ μὴ ὂν ἔταξεν Arist.Metaph. 1026b15
, cf. Top. 125b21; c. inf., [Ὅμηρον] ἐν τοῖς.. σοφωτάτοις εἶναι τάττομεν Aeschin.1.142
;οὐκ εὐλόγως τὸ τοιοῦτον σημεῖον ἐν τοῖς φρενιτικοῖς τάττει Gal.16.521
, cf. 18(2).238; τ. τι ἐπί τινος apply a term to a certain sense, Ath.1.21a:—[voice] Pass.,τετάχθαι κατά τινος D.H.2.48
;ἔμπροσθεν τ. τινός Pl.Lg. 631d
, cf. X. Mem.3.1.7, etc.b with an inf. and Adj., lay down, rule to be so and so,ἅπερ ἂν.. αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ Pl.Lg. 728a
; .2 ordain, prescribe,τ. τὰ περὶ τὰ τέκνα Arist.Pol. 1262b6
: abs., ὁ νόμος οὕτω τ. Pl.La. 199a;οὕτω τ. ὁ λόγος Arist.EN 1119b17
:—[voice] Pass.,τὸ ταττόμενον Ar.Ec. 766
;τὸ ταχθὲν τελεῖν S.Aj. 528
;τὰ τεταγμένα X.Cyr.1.2.5
, etc.; τὰ τετ. ἄγειν the things appointed to them for conveying, ib.8.5.4;τῆς τροφῆς ἡ βελτίστη τέτακται τοῖς ἐλευθέροις Arist.GA 744b18
; ἐν τῷ τεταγμένῳ εἶναι to be fulfilling one's obligations, IG12.57.47, 22.116.48, X. Cyr.6.2.37.3 of taxes or payments, assess,τὸν φόρον ταῖς πόλεσι And.4.11
, cf. Aeschin.2.23, D.23.209;ταῖσδε ἔταξαν οἱ τάκται IG12.218.45
; soτ. τῷ ναύτῃ δραχμήν X.HG1.5.4
: with inf. added, , etc. ([voice] Pass.,φόρον ἐτάχθησαν φέρειν Hdt.3.97
); τάσσειν ἀργυρίου πολλοῦ fix a high price, Th.4.26:—[voice] Pass.,τὸ ταχθὲν τίμημα Pl.R. 551b
;εἰσφέρειν τὸ τεταγμένον Arist.Pol. 1272a14
:—[voice] Med., take a payment on oneself, i.e. agree to pay it,φόρον τάξασθαι Hdt.3.13
, 4.35;χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι Th.1.101
; χρήματα ταξάμενοι κατὰ χρόνους ἀποδοῦναι agreeing to pay by instalments, ib. 117, cf. 3.70;πόλεις αὐταὶ ταξάμεναι IG12.212.72
, cf. 211 vi 6; alsoτάξασθαι ἐς τὴν δωρεήν Hdt.3.97
(but also, much like [voice] Act., ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι ib.89).b [voice] Med., generally, agree upon, settle,ταξαμένους.. δέχεσθαι μισθὸν τῆς φυλακῆς Pl.R. 416e
; , cf. 844b, 844c, al.;τέταγμαι ποιμέσιν, οἵ μοι δώσουσιν τιμήν PMich.Zen.56.19
(iii B.C.); votum expld. as εὐχή, ὃ τάττεταί τις θεῷ, Gloss.: c. inf. [tense] fut., PEnteux.54.5(iii B.C.), Plb.18.7.7, al.c [voice] Med., pay,τῆς δὲ τιμῆς τάξονται παραχρῆμα τὸ δ μέρος, τὸ δὲ λοιπὸν ἐν ἔτεσι γ PEleph.14.18
(iii B.C.), cf. PEnteux. 60.9, 89.7, PMich.Zen.79.9, PCair.Zen.649.16 (all iii B.C.), PAmh. 2.31.1, 52.1, Ostr.Bodl. i 46,96, al., PLond.3.1201.1, 1202.1 (all ii B.C.).4 impose punishments,τ. δίκην Ar.V. 1420
, etc.; τ. ζημίας, τιμωρίας, Pl.Lg. 876c, D.20.143;τῷ κλέψαντι θάνατον Lycurg.65
:— also in [voice] Med., Hdt.2.65.5 in [tense] pf. part. [voice] Pass., fixed, settled, prescribed, ὁ τεταγμένος χρόνος (like τακτός) Hdt.2.41, etc.; ;ἡμέρα X.Cyr.1.2.4
; ;ἡ τετ. χώρα X.Cyr.5.3.40
; αἱ τετ. θυσίαι the regular offerings, Id.HG3.3.4; οἱ ἐπὶ τούτῳ τετ. [νόμοι] Pl.Cri. 50d; ἡ τετ. δίαιτα prescribed, Id.R. 404a; τὰ τετ. ὀνόματα received, Isoc.9.9; τετ. τέχνη regular, Id.13.12; τεταγμένον, opp. ἄτακτον, Arist.Cael. 280a8; Lyr.Alex. Adesp.37.6
; of geom. figures, regular, i.e. equilateral and equiangular, Papp.306.2, 8, al.--cf. τεταγμένως. -
4 ἀποτάσσω
ἀπο-τάσσω, abgesondert aufstellen; verteilen, anweisen; pass. bes. von Soldaten: detachiert werden; eine Sache aufgeben, ihr entsagen -
5 αποτασσω
атт. ἀποτάττω1) устанавливать, назначать(χώραν τινί Plat.; χῶρος ἀποτεταγμένος Plut.)
2) расставлять, выстраивать(τὰς φυλακάς Polyb.; φρούρια Dem.)
3) med. расставаться, отрекаться(τινι NT.)
ἀ. συμβιώσει τῆς γυναικός Plut. — развестись с женой -
6 προαποτάσσω
-
7 λειποτακτέω
λειποτακτέω or λιποτακτέω (s. λείπω, τάξις; milit. t.t. ‘leave the ranks, desert’; Plut., Mor. 241a; Polemo, Decl. 2, 44 p. 31, 17; PLips 45, 18; 46, 15; PLond III, 1247, 14 p. 225 [IV A.D.]; 4 Macc 9:23) transf. sense turn away ἀπό τινος from someth. ἀπὸ τοῦ θελήματος (θεοῦ) 1 Cl 21:4 (cp. Philo, Gig. 43 [268] καλὸν δὲ μὴ λιποτακτῆσαι τῆς τοῦ θεοῦ τάξεως).—DELG s.v. τάσσω.
См. также в других словарях:
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
προτάσσω — ΝΑ, και αττ. τ. προτάττω Α [τάσσω] 1. θέτω, τοποθετώ μπροστά, προτείνω (α. «προτάξαμε τα στήθη μας» β. «προετάξαντο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας» τοποθέτησαν τους ιππείς μπροστά από τη φάλαγγα, Ξεν.) 2. τάσσω κάτι στην αρχή, πριν από κάτι άλλο (α.… … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
μετατάσσω — (ΑΜ μετατάσσω, Α αττ. τ. μετατάττω) [τάσσω] τάσσω αλλού, μεταθέτω, μεταφέρω σε άλλη θέση, μετατοπίζω, μετακινώ νεοελλ. 1. μεταφέρω αξιωματικό από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο 2. (γενικά) μεταθέτω δημόσιο υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη παρεμφερή μσν … Dictionary of Greek
υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… … Dictionary of Greek
τάγμα — Το μεγαλύτερο τακτικό τμήμα του συντάγματος ή της ταξιαρχίας. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονταν τον 14o 15o αι. τα τμήματα του πεζικού ή του ιππικού, που ήταν διατεταγμένα κατά τετράγωνα και σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους. Η εξέλιξη της… … Dictionary of Greek
προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… … Dictionary of Greek
διατάζω — (AM διατάσσω και διατάττω) 1. τακτοποιώ, διευθετώ 2. δίνω εντολή, προστάζω («καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῡς διατάσσων τοῑς δώδεκα μαθηταῑς αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. διατάξτε απάντηση που δείχνει προθυμία για υπακοή 2. νουθετώ, συμβουλεύω («γιατ… … Dictionary of Greek
θεότακτος — θεότακτος, ον (Μ) αυτός που τάχθηκε από τον θεό, αυτός που καθορίστηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τακτος (< τάσσω), πρβλ. αν υπό τακτος, από τακτος] … Dictionary of Greek
επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… … Dictionary of Greek