-
1 προ-απο-τάσσω
προ-απο-τάσσω, att. - ττω, vorher ab- oder wegstellen, Philo.
-
2 προαποτάσσω
См. также в других словарях:
θεοπρότακτος — θεοπρότακτος, ον (Μ) αυτός που προτάχθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + προ τάσσω] … Dictionary of Greek