-
1 ἀπο-νεύω
ἀπο-νεύω, abneigen, sich von etwas ab- u. anders wohin wenden, u. übertr., Neigung zu etwas haben, ἐκ τῶν ψιλῶν λόγων πρὸς τὴν γεωμετρίαν Plat. Theaet. 165 a; μᾶλλον πρὸς τὸ δικολογεῖν ἀπονενεύκασι Arist. rhet. 1, 1. Häufig bei Pol. auch örtlich, ἐπὶ τὴν ἀγοράν, εἰς τοὐπίσω, 3, 79. 32, 9; πρός τινα, übergehen, 3, 67. – Intrans., den Kopf hängen lassen, Theophr.
-
2 συν-απο-νεύω
συν-απο-νεύω, mit od. zugleich sich herabneigen; Thuc. 7, 71; Plut. ad princ. inerud. 2.
-
3 νευω
1) делать знак, кивать(τινὴ κεφαλῇ Hom.; νεῦσαί τινι λέγειν NT.)
νεῦσον, πείσθητι Soph. — кивни в знак согласия, согласись2) знаком обещать, сулить(κούρην τινί HH.; τὰν χάριν Soph.)
3) качаться, раскачиваться, тж. склонятьсяλόφος καθύπερθεν ἔνευεν Hom. — (со шлема) свешивался султан;
τοῦ νεύοντος κάτω Eur. — когда (Эгист) наклонился вниз;μηδαμοῦ ν. Polyb. — не склоняться ни в одну сторону, т.е. находиться в равновесии4) склонять, опускать(ἐς πέδον κάρα Soph.)
νενευκώς Eur. — понурив голову5) быть направленным, направляться(ἀπό τινος εἴς τι Thuc.)
εἰς ταὐτὸν ν. Plat. — быть направленным в одну сторону, быть согласованным;ν. πρὸς μεσημβρίαν Polyb. — быть обращенным на юг6) (о геометрич. линиях) сходиться, встречаться Arst.7) иметь склонность, тяготеть(πρός τι Plut.)
8) отклоняться, сбиваться(ἄπωθεν ὁδοῦ Anth.)
-
4 νεύω
Aνεύσω Od.16.283
, etc.: [tense] aor. ἔνευσα, [dialect] Ep. νεῦσα (v. infr.): [tense] pf. , etc. ([tense] fut. [voice] Med. νεύσομαι only in compds.):— incline in any direction:1 nod, beckon, as a sign,νεύσω μέν τοι ἐγὼ κεφαλῇ Od.16.283
;νεῦσ' Αἴας Φοίνικι Il.9.223
, cf. Od.17.330;νεῦσαν ἐς ἀλλήλους h.Hom.7.9
; , cf. 178.3; beckon with the hand,δεξιᾷ δέ μοι ἔνευσε Ezek.Exag.73
: c. inf., beckon to one to do a thing, in token of command, .2 nod or bow in token of assent,ἐπὶ γλεφάροις ν. Pi.I.8(7).50
; νεῦσον,Κρονίων Id.P.1.71
;νεῦσον, τέκνον, πείσθητι S.Ph. 484
, cf. Ar. Pax 883: c. acc. et inf., grant, assure, promise that..,νεῦσε δέ οἱ λαὸν σόον ἔμμεναι Il.8.246
: c. inf. [tense] fut., Pi.O.7.67: c. inf. [tense] aor., AP6.244 (Crin.): c. acc. rei, grant, promise,νεῦσε δέ οἱ κούρην h.Cer. 445
, cf. 463; (lyr.), cf. E.Alc. 978 (lyr.).3 generally, nod, bend forward, of warriors, Il.13.133;νεῦον τὸ αἰδοῖον Hdt.2.48
;λόφος καθύπερθεν ἔνευεν Il.3.337
, cf. Alc.15.3, etc.;στάχυες νεύοιεν ἔραζε Hes.Op. 473
, etc.;ν. κάτω
stoop,E.
El. 839;ν. ἐς τὴν γῆν Ar.V. 1110
, cf. Theoc.22.90: c. acc.,οὕτω νῦν μνηστῆρες.. νεύοιεν κεφαλὰς δεδμημένοι Od.18.237
;ἐς πέδον κάρα νεῦσαι φόβῳ S.Ant. 270
, cf. 441.4 incline, slope, ν. ἀπό τινος εἴς τι incline to wards, Th.4.100; εἰς τὸ αὐτὸ ν. tend to the same point, Pl.Lg. 945d; πρὸς τὸ λυπῆσαν, πρὸς τοῖς ῥήμασιν, Alex.Aphr. Pr.1.48,78; of countries, etc., slope, ν. εἰς δύσεις, πρὸς τὸ πέλαγος, Plb.1.42.6, 1.73.5, etc.; of buildings, etc., look, face, εἰς νότον, etc., PLond.3.978 (iv A.D.), etc.;μηδαμοῦ ν.
to be in equilibrium,Plb.
6.10.7;ταῖς πρῴραις ἔξω νεύοντα τὰ σκάφη Id.1.26.12
: Geom., of straight lines, verge, tend to a point (i. e. to pass through it when produced), Arist.AP0.76b9, Apollon.Perg.1.2, etc.: metaph., to be inclined,ἄλλως ν. Theoc.7.109
; ν. εἰς ὀργάν, εἰς ἔλεον, APl.4.136 (Antiphil.);ἐπὶ χάριν Phalar.Ep.78
;πρὸς γαστέρα Ath.14.659a
;πρὸς θῆλυ Trag.Adesp.355
.II metaph., decline, fall away,ἐκ.. τῶν ποτε λαμπρῶν νεύει βίοτος, νεύει δὲ τύχα E.Fr. 153
: in Neo-Platonic philosophy, decline, sink in the scale of Being, Plot.2.9.4, etc.III νεύει· ἐπανέρχεται ἢ μᾶλλον φεύγει, Hsch.IV [voice] Pass., only [tense] pf. part. νενευμένος inclined, Teucerin Cat.Cod.Astr.7.202. (Cf. Skt. návate 'turn round', Lat. nuo.) -
5 ἀπονεύω
ἀπο-νεύω, abneigen, sich von etwas ab- u. anders wohin wenden, u. übertr., Neigung zu etwas haben; intrans., den Kopf hängen lassen -
6 απονευω
1) отклоняться, отворачиваться, поворачивать(ἐπί τι Polyb. и πρός τι Luc.; εἰς ἑκάτερον μέρος Plut.)
δεξιὸς ἀπονεύων Polyb. — поворачивая направо2) наклоняться(ὥσπερ οἱ μεθύοντες Plut.)
3) склоняться, быть склонным(πρός τι Arst., Plut.)
-
7 συναπονεύω
συν-απο-νεύω, mit od. zugleich sich herabneigen -
8 снять
сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -оρ.σ.μ.1. παίρνω, φτάνω•снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•
пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.
|| βγάζω, αφαιρώ•снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•
снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•
снять пальто βγάζω το πανωφόρι•
снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•
снять туфли βγάζω τα παπούτσια•
снять грим βγάζω το μακιγιάζ•
шкуру γδέρνω.
2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•
снять осаду λύνω την πολιορκία•
снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•
снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.
|| απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,
3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•снять урожай μαζεύω τη σοδειά•
снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.
4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-νεύω• παίρνω•снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.
5. διώχνω, κατεβάζω•снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.
6. απολύω, παύω• απομακρύνω•снять с работы απολύω από τη δουλειά.
7. αποσύρω•снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.
8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•снять копию βγάζω αντίγραφο•
фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.
9. τραβώ, φωτογραφίζω•снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•
снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.
10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•снять дачу νοικιάζω έπαυλη.
11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).εκφρ.голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•снять подряд на что – βλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.
2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.
4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.7. φωτογραφίζομαι.εκφρ.снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά. -
9 nod
[nod] 1. past tense, past participle - nodded; verb1) (to make a quick forward and downward movement of the head to show agreement, as a greeting etc: I asked him if he agreed and he nodded (his head); He nodded to the man as he passed him in the street.) νεύω2) (to let the head fall forward and downward when sleepy: Grandmother sat nodding by the fire.) κουτουλώ από τη νύστα2. noun(a nodding movement of the head: He answered with a nod.) νεύμα- nod off -
10 оцепенеть
ρ.σ. μουδιάζω, μυρμηγκιάζω, ξε-νεϋω (από το κρύο) μαργώνω, κοκκαλιάζω. -
11 νεῦμα
2 expression of will, command,μονοψήφοισι νεύμασι A.Supp. 373
(lyr.);ἀπὸ νεύματος προστάττειν τινί Plb.21.38.4
; approval, sanction,ἀετὸς φέρων ἐκ Διὸς ταῖς εὐχαῖς ν. Philostr.Her. 12a
.1, cf. IG3.636; control, ὑποτάττειν Παλαιστίνην τῷ ν. τινός Chor.p.28B.II quarter of the heavens, D.P.517.2 generally, direction, Heliod. ap. Orib.49.4.39, PMag.Par.1.178. -
12 ἀνανεύω
A ,- νεύσω Luc.Sat.1
: [tense] aor. ἀνένευσα, etc.:— throw the head back in token of denial, make signs of refusal, opp.κατανεύω, ἐπινεύω, ὡς ἔφατ' εὐχομένη, ἀνένευε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη Il.6.311
;ἀνένευε καρήατι 22.205
;ὀφρύσι Od.9.468
, cf. Hdt.5.51, Ar.Lys. 126, Pl. R. l. c., etc.2 c. acc. rei, deny, refuse,ἕτερον μὲν ἔδωκε πατήρ, ἕτερον δ' ἀνένευσε Il.16.250
: c. [tense] fut. inf., :—[voice] Pass., rejected,Ph.
1.146.3 later, c. gen. rei, look up from, Alciphr.3.53; go back from,ἀπὸ τοῦ ψεύδους Arr.Epict.2.26.3
.II generally, throw the head up: hence ἀνανενευκώς upright, [τὰς σαρίσας] ἀ. φέρουσι Plb. 18.13.3
, cf. 1.23.5. Astron., tilt back, of the pole, opp. κατανεύω, Eudox. Ars6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνανεύω
-
13 δί̄νη
δί̄νηGrammatical information: f.Meaning: `whirlpool, eddy' (Il.)Dialectal forms: Myc. qe-qi-no-to \/gʷegʷinōtos\/, qe-qi-no-me-no \/gʷegʷinōmenos\/Compounds: βαθυδίνης (Il.)Derivatives: δινήεις, Dor. δινάεις, Aeol. διννάεις (Alc.) `whirling' (Il.); δῖνος m. `id.', also `round vessel' (Ion.-Att. etc.) with δινώδης `eddying' (D. C.) and δινωτός `with δ., rounded, covered with circles' (Hom.; δινόω only Eust.). - δῑνέω, aor. δινῆσαι etc., also δῑνεύω, ( δίννηντες ptc. pl. Sapph. 1, 11; cf. below) tr. `turn around', itr. `id.' (Il.) with δίνησις (Arist.), δίνημα (Man.), δίνευμα (conj. in Ar. Th. 122 and X. Eq. 3, 11; Orph.); - rare δινέμεν (Hes. Op. 598), δινομένην (Call.), ἀπο-δινωντι subj. `thresh' (Tab. Heracl.; uncertain; change to ἀποδιδῶντι?); Aeol. δίννω (Hdn.; Διννομένης Alc.), δινάζω (Artem. ap. Ath.). Perh. Δινών month name (when the corn is threshed).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Perhaps an old nasal present *δι-ν-έϜ-ω (cf. *κῑ-ν-έϜ-ω, κί̄-νυ-μαι) of which the nasal was generalized (cf. κλίνη: κλίνω). Aeol. δίνν- as in ξέννος (Schwyzer 228). Initial δι- has been compared with δίεμαι (s. v.), which Chantr. finds evident "ni pour la forme, ni pour le sens." - The Myc. forms would show an initial labiovelar, from which one would expect rather a labial. Could the form be Pre-Greek? (note that the word has in fact no etymology). Heubeck separates the Myc. forms (Cambridge Coll. Myc. Stud. 229-237).Page in Frisk: 1,395-396Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δί̄νη
-
14 ἀπονεύω
ἀπονεύω (s. νεύω ‘to incline’ in some direction; Pla., Theophr., et al.) w. ἀπό τινος withdraw, turn away from (Epict. 4, 10, 2; 4, 12, 18). Of Jesus: ἀπένευσεν ἀπʼ [αὐτῶν] he withdrew from [them] PEg2, 31. The imprisoned Paul οὐκ ἀπένευεν AcPl Ha 2, 2 (cp. Thecla in AcPlTh 7 [Aa I 240, 10]; Just., D. 125, 4 ἀπένευσε τότε ὁ διάβολος [end of the story of Jesus’ temptation]).
См. также в других словарях:
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
νεύμα — το (ΑΜ νεῡμα) σημείο που δίνεται με κίνηση τού κεφαλιού, τών οφθαλμών ή τών χεριών, νόημα, γνέψιμο («καὶ ὁ χριστὸς ἔλεξε δαήμονι νεύματα πέμπων», Νόνν.) νεοελλ. (στη μουσική σημειογραφία) σημείο που τοποθετούσαν πάνω από τις συλλαβές οι οποίες… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
νεύση — η (ΑΜ νεῡσις) [νεύω] νεοελλ. βοτ. περιστροφική ή ελλειψοειδής κίνηση τών κορυφών τών βλαστών, τών ελίκων και άλλων οργάνων τών φυτών νεοελλ. μσν. 1. κλίση τής κεφαλής προς τα εμπρός και κάτω («ταῑς ἀνενδότοις νεύσεσι πρὸς τὸν θεὸν ἐκδημῶν», Μηναί … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
περινεύω — Α 1. σκύβω από ένα μέρος και κοιτάζω γύρω γύρω με φόβο 2. γέρνω μια από το ένα μέρος μια από το άλλο 3. (για τόπο) έχω κλίση προς τα κάτω, είμαι κατωφερής («ἡ δὲ Μεσσηνία περινεύουσα τὸ πλέον ἐπὶ τὸν νότον», Στρόβ.) 4. προβάλλω 5. φρ.… … Dictionary of Greek
Γ, γ — Το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Αντιστοιχεί με το φοινικικό γίμμελ και στις πιο αρχαίες ελληνικές επιγραφές και στην ετρουσκική προσαρμογή του είχε το σχήμα . Με τη μεταρρύθμιση του αλφαβήτου την εποχή του άρχοντα της Αθήνας Ευκλείδη… … Dictionary of Greek
κατεκνεύω — (Μ) κρέμομαι από πάνω, επικρέμαμαι, προεξέχω από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐκ νεύω με τη σημασία «κλίνω προς τα κάτω, πέφτω»] … Dictionary of Greek
νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… … Dictionary of Greek
γνέθω — και νέθω μεταβάλλω μαλλί, μπαμπάκι, λινάρι κ.λπ. σε νήμα, κλώθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνέθω σχηματίστηκε με συμφυρμό τών νέω και νήθω το γ είναι προθετικό σε λέξεις που αρχίζουν από ν (πρβλ. νεύω γνεύω)] … Dictionary of Greek