-
1 ἀπο-κορέω
-
2 κορέω
Grammatical information: v.Meaning: `sweep out, purify' (υ 149, Com.).Other forms: aor. κορῆσαιCompounds: mostly with ἐκ-, rarely with ἀνα-, παρα-, ἀπο-. As 2. member in: σηκο-κόρος `groom' (ρ 224, Poll.), νεω-κόρος (Att.), Dor. να(ο)-κόρος `warden of a temple' (inscr.) with - κορέω, - ία, - ίη, - εῖον, - ιον (Att., hell.).Derivatives: κόρημα `dirt, broom' (Com.), κόρηθρον `broom' (Luc.), also, as backformation, κόρος `broom' (Bion, H.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: On ζακόρος s. v. - Also κορίζω in κεκορισμένος `purified' ( BGU 1120, 40; Ia). Iterative-intensive deverbative (Schwyzer 719) of everyday language without etymology. Vain suggestions by Hirt IF 17, 391, Prellwitz s. v., WP. 1, 462; s. Bq s. v. and W.-Hofmann s. cōlum. Cf. also κόσκινον.Page in Frisk: 1,919-920Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κορέω
-
3 ἀποκορέω
-
4 κορέννυμι
Grammatical information: v.Meaning: `satiate, fill, be satiated' (ep. Ion.).Other forms: - μαι (Them., Orph.), κορέω, κορέσκω (Nic.), κορίσκομαι (Hp.), aor. κορέσ(σ)αι, - ασθαι (Il.), pass. κορεσθῆναι (Od.), perf. ptc. Act. (intr.) κεκορηώς (Od.), ind. midd. κεκόρημαι (Il.), κεκόρεσμαι (X.), fut. κορέω (Il.), κορέσω (Hdt.),Compounds: Rarely with ὑπερ- (Thgn., Poll.), ἀπο- (Gloss.). As 2. member in ἄ-κορος `unsatiable, untiring' (Pi.) with ἀκορία `unsatiated condition, moderation' (Hp.), `unsatiability' (Aret.). διά-, κατά-, πρόσ-, ὑπέρ-κορος `satiated etc.' (IA.); also as σ-stam and with verbal redefinition (Schwyzer 513) ἀ-, δια-, προσ- κορής with προσ-κορίζομαι `vex, annoy' (sch.). As privative also ἀ-κόρη-τος (Il.), ἀ-κόρε(σ)-τος (trag.). - Quite uncertain Αἰγι-κορεῖς pl. m. with Αἰγικορίς f. name of one of the old Ionic phylai (E., inscr.; cf. Hdt. 5, 66), s. Nilsson Cults 147 and Frisk ibd.Derivatives: Wiht lengthened grade κώρα ὕβρις H. (v. Blumenthal Hesychst. with Lobeck). To κόρος ( κοῦρος, κῶρος) `youth' and κόρη `young girl' s. esp. κόρος m. `satiaty, be satiated, surfeit, insolence' (Il.);Origin: IE [Indo-European] [577] *ḱerh₁- `fodder, (let) grow'Etymology: The starting point of the whole paradigm is clearly the aorist κορέσαι, - ασθαι, to which the other forms were successively added: pass. κορε-σ-θῆναι (Chantraine Gramm. hom. 1, 406), perf. κεκόρημαι, - εσμαι (Schwyzer 773), fut. κορέω, - έσω, lastly also the different, sparsely attested presents κορίσκομαι, κορέω, - έσκω, - έννυμι. The verb was prob. orig. because of the perfective aspect limited to the aorist; for an old present *κόρνυμι (Schwyzer 697; as στόρνυμι) there is no support. - The ο-vowel, which is found also in στορέσαι, with the same building, and in θορεῖν, μολεῖν, πορεῖν, is not convincingly explained (attempts in Schwyzer 360f. and Sánchez Ruipérez Emerita 18, 386ff.); with the disyllabic κορέ-σαι agrees elsewhere acute Lith. šér-ti `fodder' (from *ḱerh₁-), with which one connected the old s-stem in Lat. Cerēs `goddess of the growth of plants', and also Arm. ser `origin, gender, offspring' (IE. *ḱéros n. transformed to an o-stem). - The other forms, e. g. Lat. creō `create', crēscō `grow', Arm. sermn `seed', Alb. thjer `acorn', prop. "fodder" (Pok. 577, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. Cerēs, creō), are unimportant for Greek. - With the meanings `satiate, fodder, let grow', cf. the similar meanings of Lat. alō.Page in Frisk: 1,918-919Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κορέννυμι
См. также в других словарях:
κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… … Dictionary of Greek
βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… … Dictionary of Greek
κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… … Dictionary of Greek
κόρηθρο — το (Α κόρηθρον) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. 1. δέσμη από φτερά προσαρμοσμένα σε στέλεχος, φτερό ξεσκονίσματος 2. ξεσκονιστήρι 3. εργαλείο που αποτελείται από ράβδο η οποία έχει στο ένα άκρο της κυλινδρική βούρτσα από σκληρές τρίχες και το οποίο… … Dictionary of Greek
νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek
φανοκόρος — ο, Ν 1. (παλαιότερα) υπάλληλος που φρόντιζε για την λειτουργία και την διατήρηση σε καλή κατάσταση τών φανών με τους οποίους φωτιζόταν η πόλη 2. ναυτ. ναύτης επιφορτισμένος με τον καθαρισμό και την τήρηση σε κατάσταση ετοιμότητας τών φανών και… … Dictionary of Greek