Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κορίζω

См. также в других словарях:

  • κορίζω — (I) κορίζω (Α) [κόρις] γεμίζω κοριούς, κοριάζω. (II) κορίζω (Α) πάπ. 1. σκουπίζω, σαρώνω 2. κοσκινίζω, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κορέω (ΙΙ) «σκουπίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κορίζω — κορίζομαι fondle pres subj act 1st sg κορίζομαι fondle pres ind act 1st sg κορίζω to be infested with bugs pres subj act 1st sg κορίζω to be infested with bugs pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίζομεν — κορίζομαι fondle pres ind act 1st pl κορίζομαι fondle imperf ind act 1st pl (homeric ionic) κορίζω to be infested with bugs pres ind act 1st pl κορίζω to be infested with bugs imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίσαι — κορίζομαι fondle aor inf act κορίσαῑ , κορίζομαι fondle aor opt act 3rd sg κορίζω to be infested with bugs aor inf act κορίσαῑ , κορίζω to be infested with bugs aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρις — ο (ΑM κόρις, ιος και αττ. τ. εως, ὁ και ἡ, και κόρις, ιδος, ή) 1. το παράσιτο και ενοχλητικό έντομο κοριός (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», Διοσκ. β. «κόρεων ὥσπερ ἡμεῑς ἀνάπλεως», Λουκιαν.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και θαμνώδες φυτό υπερικόν το… …   Dictionary of Greek

  • διεκόρισε — διά κορίζομαι fondle aor ind act 3rd sg διά κορίζω to be infested with bugs aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοριττοῖ — κορισσοῖ , κορίζομαι fondle fut opt act 3rd sg (epic doric) κορισσοῖ , κορίζω to be infested with bugs fut opt act 3rd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίζεσθαι — κορίζομαι fondle pres inf mp κορίζω to be infested with bugs pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίζομαι — fondle pres ind mp 1st sg κορίζω to be infested with bugs pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκορίζετο — κορίζομαι fondle imperf ind mp 3rd sg κορίζω to be infested with bugs imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικορίζεσθαι — ἐπί κορίζομαι fondle pres inf mp ἐπί κορίζω to be infested with bugs pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»