Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκορία

См. также в других словарях:

  • ακορία — (I) η (Α ἀκορία) νεοελλ. Ιατρ. έλλειψη κορεσμού, από παθολογική αύξηση τής όρεξης αρχ. 1. το να μην τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, εγκράτεια στο φαγητό 2. ανικανοποίητη, υπερβολική επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκορος η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική… …   Dictionary of Greek

  • ἀκορίη — ἀκορία not eating to satiety fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκορίην — ἀκορία not eating to satiety fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκορίῃ — ἀκορία not eating to satiety fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκορος — Φυτό ποώδες, πολυετές, φαρμακευτικό, της οικογένειας των αρωιδών (μονοκοτυλήδονα), ύψους 0,50 1 μ., με υπόγειο ρίζωμα, χοντρό, σαρκώδες και αρωματικό, και φύλλα επιμήκη και μυτερά. Το στέλεχος είναι όρθιο, σε τμήμα τριγωνικό και φέρει στα πλάγια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»